Το παιχνίδι της ιδανικής απόστασης στο ζευγάρι : Πόσο κοντά – πόσο μακριά;

Συνηθίζουμε να λέμε πως με το ξεκίνημα μίας καινούριας σχέσης το ζευγάρι ορίζει-συνήθως άρρητα- από κοινού ένα βαθμό «ιδανικής απόστασης», στον οποίο και οι δύο σύντροφοι νιώθουν άνετα. Δημιουργούν δηλαδή ένα νοητό χώρο μέσα στον οποίο μπορούν και οι δύο να κινηθούν, να εκφραστούν και να δράσουν νιώθοντας βολικά. Η απόσταση αυτή αφορά στο πόσο κοντά ή μακριά συναισθηματικά και πρακτικά είναι τα δύο μέλη μεταξύ τους και αυτό μπορεί να αλλάξει πολλές φορές στην πορεία και στην εξέλιξη της σχέσης του ζευγαριού.
Αυτό που συνήθως καθορίζει την απόσταση αυτή είναι οι προηγούμενες εμπειρίες ερωτικών σχέσεων των μελών αλλά και οι εμπειρίες τους από τις οικογένειες καταγωγής. Αν για παράδειγμα, στην προηγούμενη σχέση μου υπήρχε καταπίεση και περιορισμός της ελευθερίας μάλλον πως θα ξεκινήσω την επόμενη σχέση μου κρατώντας μία μεγαλύτερη απόσταση, γεγονός που τουλάχιστον στην αρχή θα με διασφαλίσει από κινδύνους και περιττό άγχος. Το αντίθετο θα συμβεί αν έχω βιώσει απόρριψη στην προηγούμενη σχέση μου οπότε θα φροντίσω η απόσταση στη νέα σχέση να είναι όσο γίνεται πιο μικρή προκειμένου να μειώσω την ανασφάλειά μου για μία ενδεχόμενη νέα απόρριψη.
Συχνά αναδύεται ως δυσκολία για τους συντρόφους η μη λειτουργική ρύθμιση αυτής της «απόστασης» ή η διαφωνία στη μεταξύ τους διαπραγμάτευση. Η «απόσταση» αφορά στο να θέτει κανείς προσωπικά όρια, να δημιουργεί και να διαφυλάττει μια ξεχωριστή ταυτότητα, να έχει ιδιωτικό χώρο, να αποχωρίζεται και να είναι αυθεντικός. Από τη μία πλευρά θέλουμε να διατηρήσουμε την ατομικότητά μας, ενώ ταυτόχρονα θέλουμε να συνδεθούμε σε μία πολύ στενή διαπροσωπική σχέση, πράγμα που από μόνο του περιλαμβάνει μία παραίτηση από το εντελώς προσωπικό μας κομμάτι. Οι ανάγκες μας τόσο για αυτονομία όσο και για να ανήκουμε κάπου είναι εξίσου ισχυρές και απαραίτητες για την καλή ψυχολογική μας υγεία.
Το ερώτημα είναι πώς αυτή η ισορροπία ανάμεσα στο δίπολο «απόσταση- εγγύτητα» ή αλλιώς «ατομικότητα- συντροφικότητα» μπορεί να επιτευχθεί ώστε και οι δύο σύντροφοι να βιώνουν ικανοποίηση από τη σχέση. Το σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχουν ποσοστά ιδανικής απόστασης που να ταιριάζουν σε όλα τα ζευγάρια αλλά ούτε και στο ίδιο ζευγάρι σε όλη την πορεία της εξέλιξής του. Η ισορροπία βρίσκεται ακριβώς στη συνεχή κίνηση και των δύο μελών προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, όπως συμβαίνει και με δύο παιδιά που παίζουν τραμπάλα: «το παιχνίδι σταματά μόνο όταν το ένα παιδί κρατήσει σταθερή τη θέση του και στερήσει από το άλλο τη χαρά της κίνησης».
Σε ζευγάρια όπου η ατομικότητα υπερισχύει, οι σύντροφοι φαίνεται να ζουν ως singles. Ο καθένας ορίζει τα δικά του θέλω και τις δικές του επιθυμίες, γνωρίζει τις ανάγκες του και φροντίζει γι ‘ αυτές χωρίς να μοιράζεται προσωπικές εμπειρίες με τον άλλον. Δεν υπάρχει συναισθηματικό μοίρασμα αλλά ούτε και ανάγκη για δέσμευση. Αυτό προκαλεί υψηλό αίσθημα αυτονομίας και ανεξαρτησίας εφ’ όσον ο καθένας έχει το χώρο του και το χρόνο του αλλά ταυτόχρονα αποξένωση και χαμηλή αίσθηση του «ανήκειν». Το ζευγάρι ουσιαστικά ζει παράλληλες ζωές οι οποίες δε φαίνεται να συναντώνται σε κανένα σημείο.
Από την άλλη πλευρά, σύντροφοι που επενδύουν πολύ στο κομμάτι της συντροφικότητας καταλήγουν μέσα από την εγγύτητα, το πλησίασμα και τη συναισθηματική επαφή να εξαρτώνται ο ένας από τον άλλον. Ο σύντροφος θεωρείται υπεύθυνος για την κάλυψη των αναγκών του άλλου συντρόφου κι οποιαδήποτε ματαίωση του ενός «χρεώνεται» στην αποτυχία διαχείρισης του άλλου. Το άτομο τείνει να χάνει το προσωπικό του κομμάτι και να συγχωνεύεται στην ατομικότητα του άλλου. Η αίσθηση του «εγώ» χάνεται μέσα στο «εμείς» και η απογοήτευση στην περίπτωση αυτή είναι προγραμματισμένη, στη βάση του ότι κανείς δε μπορεί να γνωρίζει και να καλύπτει τις ανάγκες μας καλύτερα από εμάς τους ίδιους.
Σύμφωνα με τον Greenwald (1996) ισορροπία μεταξύ ατομικότητας και συντροφικότητας πρακτικά σημαίνει ότι:

  • Στέκομαι δίπλα στο σύντροφό μου χωρίς να στηρίζομαι αποκλειστικά σε αυτόν.
  • Δείχνω έμπρακτα ότι νοιάζομαι γι’ αυτόν.
  • Δίνω με προθυμία και αντλώ χαρά από αυτή τη συμπεριφορά μου.
  • Φροντίζω να εξελίσσεται η σχέση μας προς νέες περιοχές ενδιαφερόντων.
  • Βλέπω το σεξ ως έναν τρόπο να εκφράσουμε αγάπη ο ένας για τον άλλον.
  • Έχω εμπιστοσύνη στο σύντροφό μου και νιώθω ασφαλής μαζί του.
  • Θέλω να ξοδεύω χρόνο και ενέργεια για τη σχέση μας.
  • Θεωρώ φυσιολογικό να υπάρχουν και δυσάρεστα συναισθήματα μεταξύ μας χωρίς να νιώθω ότι η σχέση μας κινδυνεύει.
  • Έχουμε κοινά σχέδια που καλύπτουν τις ανάγκες και των δυο μας.
  • Έχουμε και χωριστά σχέδια και ενδιαφέροντα τα οποία τα συζητάμε.
  • Ζητάμε καθαρά ο ένας από τον άλλο αυτό που θέλει, χωρίς «κόλπα» και συναισθηματικές απειλές.
  • Έχουμε κοινά μελλοντικά σχέδια αλλά επιτρέπουμε στον εαυτό μας και στον άλλο να έχει και ατομικά σχέδια.
  • Ο πρωταρχικός και βασικός λόγος που με κρατάει στη σχέση μου είναι η αγάπη για το σύντροφό μου και όχι άλλα συμφέροντα ή φόβοι και ανασφάλειές μου.
  • Έχουμε συνεχή διάλογο: για τις σκέψεις μας, τους φόβους μας, τις ανασφάλειες μας, τα όνειρά μας.

Το πραγματικό πλησίασμα δύο συντρόφων μέσα σε μία σχέση ξεκινάει όταν ο καθένας νιώθει άνετα στη δική του αίσθηση του εαυτού. Συνδέομαι γνήσια με κάποιον όταν διατηρώντας τον πυρήνα της ταυτότητάς μου επιτρέπω σε μένα αλλά και στο σύντροφό μου να εξελιχθούμε τόσο σαν ξεχωριστά άτομα όσο και σαν σύντροφοι.

Κονιδάκη Ελπίδα – Ψυχολόγος
InterNus- Κέντρο Συμβ/κής & Ψυχ/πείας