Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες

Η διαταραχή Μετατραυματικού Στρες σύμφωνα με το τελευταίο διαγνωστικό εγχειρίδιο της Αμερικάνικης Ψυχιατρικής Εταιρίας DSM- 5 ανήκει στην ευρύτερη διαγνωστική κατηγορία «Διαταραχές Συνδεόμενες με Τραύμα και Στρεσογόνους Παράγοντες».

Προϋπόθεση για τη διάγνωση της διαταραχής είναι η:

Α. Έκθεση σε πραγματικό ή επαπειλούμενο θάνατο, βαρύ τραυματισμό, ή απειλή της σωματικής ακεραιότητας με έναν (ή περισσότερους) από τους ακόλουθους τρόπους:

  1. Το άτομο βίωσε άμεσα το τραυματικό γεγονός.
  2. Ήταν μάρτυρας, προσωπικά, στο γεγονός ενώ συνέβαινε σε άλλους.
  3. Έμαθε ότι το τραυματικό γεγονός συνέβη σε ένα μέλος του στενού οικογενειακού κύκλου ή σε έναν στενό φίλο. Το γεγονός θα πρέπει να ήταν βίαιο ή τυχαίο- αιφνίδιο.
  4. Βίωσε επαναλαμβανόμενη ή υπερβολική έκθεση σε απεχθείς λεπτομέρειες του τραυματικού γεγονότος (πχ άνθρωποι που προσέτρεξαν σε δυστύχημα και συμμετείχαν στη συλλογή ανθρώπινων υπολειμμάτων, αστυνομικοί που εκτίθενται κατ’ επανάληψη σε λεπτομέρειες παιδικής κακοποίησης κλπ).

Β. Παρουσία ενός ή περισσότερων από τα ακόλουθα συμπτώματα τα οποία σχετίζονται με το τραυματικό γεγονός και τα οποία εμφανίζονται αφού έχει συμβεί το γεγονός:

  1. Επανειλημμένες, ακούσιες και ενοχλητικές μνήμες του τραυματικού γεγονότος.
  2. Επανειλημμένα ενοχλητικά όνειρα στα οποία το περιεχόμενο και το συναίσθημα του ονείρου σχετίζονται με το τραυματικό γεγονός.
  3. Επαναβιώσεις/ flashbacks στις οποίες το άτομο νιώθει ή δρα σαν να έχει ξανασυμβεί το τραυματικό γεγονός.
  4. Έντονη ή παρατεταμένη ψυχολογική ενόχληση κατά την έκθεση σε υπαινιγμούς που μοιάζουν με κάποια πλευρά του τραυματικού γεγονότος.

Γ. Επίμονη αποφυγή ερεθισμάτων (το άτομο αποφεύγει ενοχλητικές μνήμες, σκέψεις ή συναισθήματα που σχετίζονται με το τραυματικό γεγονός ή αποφεύγει ανθρώπους, τόπους, δραστηριότητες, αντικείμενα, καταστάσεις που ανακαλούν μνήμες του γεγονότος).

Δ. Αρνητικές μεταβολές σε γνωστικές λειτουργίες και στη διάθεση :

  1. Αδυναμία του ατόμου να ανακαλέσει μία σημαντική πλευρά του τραυματικού γεγονότος (αποσυνδετική αμνησία).
  2. Επίμονες και υπερβολικές αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό, τους άλλους ή τον κόσμο.
  3. Επίμονες, διαστρεβλωμένες γνωστικές λειτουργίες για το αίτιο ή τις συνέπειες του γεγονότος που οδηγούν το άτομο να κατηγορεί τον εαυτό του ή τους άλλους.
  4. Επίμονα αρνητική συγκινησιακή κατάσταση (φόβος, τρόμος, θυμός, ενοχή)
  5. Εμφανώς μειωμένο ενδιαφέρον ή συμμετοχή σε σημαντικές δραστηριότητες.
  6. Αισθήματα απομάκρυνσης ή αποξένωσης από τους άλλους.
  7. Επίμονη αδυναμία να βιώσει θετικά συναισθήματα.

Ε. Εμφανείς αλλαγές στην αντιδραστικότητα, δηλ:

  1. Ευερεθιστότητα ή εκρήξεις θυμού που εκφράζεται συνήθως ως λεκτική ή σωματική επιθετικότητα προς ανθρώπους ή αντικείμενα.
  2. Ριψοκίνδυνη ή αυτοκαταστροφική συμπεριφορά.
  3. Υπερεπαγρύπνηση.
  4. Υπερβολική απάντηση στο ξάφνιασμα.
  5. Δυσκολία συγκέντρωσης.
  6. Διαταραχή του ύπνου (δυσκολία επέλευσης ή διατήρησης του ύπνου ή ανήσυχος ύπνος).

ΣΤ. Η διάρκεια των συμπτωμάτων είναι μεγαλύτερη από 1 μήνα και η έκφρασή τους μπορεί να είναι άμεσα σε σχέση με το τραυματικό γεγονός ή και μέχρι 6 μήνες μετά το γεγονός (με καθυστερημένη έκφραση).

Τα παραπάνω ισχύουν σε ενήλικες, εφήβους και παιδιά μεγαλύτερα των 6 ετών. Για παιδιά 6 ετών και κάτω, υπάρχουν διαφορετικά διαγνωστικά κριτήρια.

Σχετικά λίγα άτομα που έχουν εμπλακεί σε κάποιο τραυματικό γεγονός εμφανίζουν διαταραχή μετατραυματικού στρες, αλλά αυτό εξαρτάται από τη σοβαρότητα του γεγονότος. Οι γυναίκες φαίνεται να είναι πιο ευάλωτες στην ανάπτυξη μετατραυματικού στρες.

Να τονίσουμε πως όλες αυτές οι εκδηλώσεις στρες είναι φυσιολογικές αντιδράσεις σε ένα μη φυσιολογικό γεγονός και πως στους περισσότερους ανθρώπους αυτές υποχωρούν σιγά- σιγά σε ένα διάστημα 4 περίπου εβδομάδων. Οι άνθρωποι χρειάζονται χρόνο για να «συμφιλιωθούν» με το τραύμα, να το συζητήσουν, να κλάψουν και να προσπαθήσουν να το εντάξουν σε ένα πλαίσιο κατανόησης ώστε να πάνε τη ζωή τους παρακάτω .

Μάλιστα, σύγχρονες έρευνες (Richard Tedeschi και Lawrence Calhoun , 2004) κάνουν λόγο για «μετατραυματική ανάπτυξη», μία θετική προσωπική ανάπτυξη που δύναται να προκύψει μετά από ένα τραυματικό γεγονός. Η ανάπτυξη αυτή αφορά σε νέες δυνατότητες για το άτομο, για την ψυχική του ανθεκτικότητα και τη θέαση νέων προοπτικών στην μετέπειτα ζωή του.

 

Σε περιπτώσεις όπου τα συμπτώματα δεν υποχωρούν και η λειτουργικότητα του ατόμου αρχίζει και πλήττεται (δυσκολία στον ύπνο, στην εργασία ή στις διαπροσωπικές σχέσεις) συστήνεται η ψυχοθεραπεία σαν η πιο αποτελεσματική μορφή θεραπείας για την αποκατάσταση των συνεπειών του τραύματος.

 

Κονιδάκη Ελπίδα- Ψυχολόγος

InterNus- Κέντρο Συμβ/κής & Ψυχ/πείας