Αυτοκτονία & Κατάθλιψη

Μια από τις σοβαρότερες και τις πιο συναισθηματικά φορτισμένες καταστάσεις για τους ασθενείς και τις οικογένειες τους είναι η αυτοκτονία. Η αυτοκτονία αποτελεί δυσπροσαρμοστική αντίδραση σε προβληματικές περιστάσεις της ζωής σε ενδοπροσωπικό και διαπροσωπικό πλαίσιο. Οι περισσότερες αιτιολογικές θεωρίες είναι ψυχοδυναμικές και ψυχοκοινωνικές. Οι δρόμοι προς την αυτοκτονία είναι πολλοί αλλά σχεδόν όλα τα άτομα που την πλησιάζουν έχουν φτάσει σ’ ένα στάδιο ανυπόφορης συναισθηματικής κατάστασης. Ο θυμός, η ήττα, η απελπισία και η ανημποριά που συναντά κανείς σε άτομα που έχουν επιχειρήσει να αυτοτραυματιστούν παρατηρείται συχνά. Με άλλα λόγια, η αυτοκτονία αποτελεί είτε αντίδραση προς την απορριπτική συμπεριφορά των άλλων, είτε μια υπαρξιακή εσωτερική σύγκρουση, είτε αποτυχία όλων των προσαρμοστικών μηχανισμών που διαθέτει το άτομο.
Ένα στοιχείο από όλα που ένα άτομο μπορεί να έχει αυτοκτονικές τάσεις οφείλεται στην ψυχική του υγεία. Οι ψυχικές διαταραχές, όπως είναι η κατάθλιψη, μανιοκαταθλιπτική νόσος, ( διπολική διαταραχή), ο αλκοολισμός και η σχιζοφρένεια, εμφανίζουν υψηλά επίπεδα αυτοκτονικότητας. Αυτό που είναι σημαντικό να προστεθεί είναι ότι ο σχιζοφρενής μπορεί να αυτοκτονήσει, είτε κάτω από την επήρεια ακουστικών ψευδαισθήσεων ή παραληρητικών ιδεών, είτε όμως και λόγω της κατάθλιψής που πολλές φορές συνοδεύει την σχιζοφρένεια. Γενικότερα και πιο έντονα απόπειρες αυτοκτονίας είναι πιο συχνές σε άτομα με διαταραχές της προσωπικότητας.
Επίσης, υπάρχουν και άλλοι παράγοντές που είναι πιο περίπλοκοι ως προς την αναγνωρισιμότητά τους που συνδέονται με την αυτοκτονία. Πολλές φορές έχουμε καταλήξει, ότι το σύμπτωμα της έλλειψης ελπίδας στη ζωή, ενός ατόμου, συνδέεται περισσότερο με την αυτοκτονία απ’ ότι με την κατάσταση διαταραχής που λέγεται κατάθλιψη. Το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων που αυτοκτονούν είναι οι καταθλιπτικοί ασθενείς. Η κατάθλιψη είναι η ψυχική διαταραχή που συχνότερα βρίσκεται στο γενικό πληθυσμό, ενώ η αυτοκτονία θεωρείται ως η σοβαρότερη επιπλοκή της κατάθλιψης και η συχνότερη αιτία θανάτου των καταθλιπτικών αρρώστων. Εκτιμάται ότι περισσότερο από 15% των αρρώστων με μείζονα κατάθλιψη θα καταλήξουν αυτοκτονώντας, ενώ πολύ περισσότεροι από αυτούς αναμένεται ότι θα πραγματοποιήσουν απόπειρες αυτοκτονίας.
Πιο συγκεκριμένα, σε μελέτες που πραγματοποιήθηκαν με αρρώστους που έπασχαν από μείζονα ή ενδεχόμενη κατάθλιψη, παρατηρήθηκε ότι 1 στους 5 ή 6 καταθλιπτικούς, ποσοστό 15% με 19%, θα οδηγηθεί σε αυτοκτονία. Τα συμπτώματα της κατάθλιψης που συνδέονται με την αυτοκτονικότητα, αποτελούνται από διάφορες παραμέτρους όπως την απώλεια βάρους, άγχος ή ανησυχία και το αίσθημα εχθρότητας.
Οι περισσότεροι καταθλιπτικοί ασθενείς πριν την απόπειρα βρίσκονται σε κατάσταση απελπισίας και αδιεξόδου και τα αισθήματα αυτά διαδραματίζουν καθοριστικό και αποφασιστικό ρόλο στην πραγματοποίηση αυτοκαταστροφικών πράξεων. Οι ιδέες υποτίμησης, η αναξιότητα και ο πεσιμισμός, καθώς και οι διαταραχές της συγκέντρωσης της προσοχής και του ύπνου, είναι χαρακτηριστικά που εντοπίζονται. Η μείωση των ενδιαφερόντων επίσης και η παραμέληση του εαυτού, σε συνδυασμό με την κοινωνική απομόνωση από φίλους, συγγενείς, ή ερωτικούς συντρόφους, μπορεί να αποτελέσει αυτοκτονικό σύμπτωμα.
Ένας παράγοντας που σχετίζεται με αυτοκτονική πράξη σε έναν καταθλιπτικό ασθενή, έχει να κάνει με την ηλικία. Συγκεκριμένα, ο κίνδυνος της αυτοκτονίας, κορυφώνεται στους άντρες μετά την ηλικία των 75 χρόνων και στις γυναίκες γύρω στα 50 έτη. Ωστόσο, τα ποσοστά αυτοκτονίας που έχουν καταγραφεί τα τελευταία 25 χρόνια, έχουν υπερτριπλασιαστεί στους εφήβους και στους νεαρούς ενήλικες.
Ακόμα, το φύλλο είναι αυτό που διαχωρίζει το πόσο συχνά ένα άτομο θα προβεί σε αυτοκτονία. Οι άντρες αυτοκτονούν τρεις φορές πιο συχνά από της γυναίκες, ενώ από την άλλη πλευρά, οι γυναίκες κάνουν δύο ή τρεις φορές πιο συχνά απόπειρες από τους άντρες. Οι τρόποι με τους οποίους οι άντρες επιχειρούν να αυτοκτονήσουν είναι συνήθως βίαιοι. Επιλέγουν, αιχμηρά αντικέιμενα, μαχαίρια ή όπλα, ενώ οι γυναίκες καταφεύγουν στη δηλητηρίαση, με την λήψη κυρίως υπερβολικών δόσεων φαρμάκων.
Η οικογενειακή κατάσταση μπορεί να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα της αυτοκτονίας. Έχει διαπιστωθεί ότι όσοι είναι οι παντρεμένοι, εμφανίζουν μικρότερα ποσοστά αυτοκτονίας, από αυτούς που είναι χωρισμένοι, διαζευγμένοι ή χήροι. Σε αυτό συνεπάγεται ο τρόπος ζωής που έχει το κάθε άτομο.
Πολύ σημαντικός παράγοντας αποτελούν οι προηγούμενες εμπειρίες απόπειρες αυτοκτονιών που μπορεί να έχει περάσει ένα άτομο, καθώς έχει διαπιστωθεί ότι στα άτομα αυτά, αυξάνονται μέχρι και 64 φορές οι πιθανότητες να καταλήξουν και πάλι στην αυτοκτονία. Η σχέση των αποπειραθέντων αυτοκτονίας με αυτούς που αυτοκτονούν είναι δεδομένη. Όπως είναι γνωστό, 20-30% των ατόμων που αυτοκτονούν έχουν πραγματοποιήσει απόπειρες στο παρελθόν, ενώ 10-15% των αποπειραθέντων αναμένεται να αυτοκτονήσουν την προσεχή 10ετία. Η ύπαρξη απόπειρας αυτοκαταστροφής ( ιδιαίτερα αν είναι βίαιη ή και σοβαρή) θεωρείται ως σημαντικός προγνωστικός παράγοντας για προσεχή αυτοκτονία του καταθλιπτικού αρρώστου, ενώ το 60% των καταθλιπτικών αναμένεται να πραγματοποιηθεί τουλάχιστον μια απόπειρα αυτοκτονίας κατά την διάρκεια της ζωής του.

Μελέτες που έχουν συγκρίνει καταθλιπτικούς αρρώστους με καταθλιπτικούς που έχουν προηγούμενο ιστορικό απόπειρας, έχουν διαπιστώσει ότι υπάρχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά (μεγάλος βαθμός αυτοκτονικού ιδεασμού, το αίσθημα αποτυχίας, η απομόνωση σε συνδυασμό με την απώλεια βάρους και την ευερεθιστότητα, καταχρήσεις οινοπνευματωδών ή άλλων ουσιών). Επίσης, τα άτομα αυτά συνήθως αντιμετωπίζουν προβλήματα αϋπνίας και προσβάλλονται από σωματικές νόσους ή διαταραχές της προσωπικότητας. Η πιο συχνή διαταραχή από την οποία πάσχουν οι καταθλιπτικοί είναι η διπολική συναισθηματική διαταραχή τύπου ΙΙ, καθώς οι φάσεις κατάθλιψης εναλλάσσονται με φάσεις υπομανίας και σε συνδυασμό με το αν υπήρχε προηγούμενο οικογενειακό ιστορικό, γίνεται πιο έντονος ο κίνδυνός για την αυτοκτονικότητα.

Στη συνέχεια η επαγγελματική κατάσταση είναι αυτή που προσδιορίζει το πόσο ένα άτομο είναι ευάλωτο, στο να αποφασίσει να δώσει τέλος στη ζωή του. Οι άνεργοι παρουσιάζουν μεγαλύτερους κινδύνους αυτοκτονίας απ’ ότι αυτοί που δουλεύουν μέσα ή έξω από το σπίτι.
Ένας ακόμη παράγοντας που εξετάζουμε είναι η σωματική υγεία. Οι σωματικές αρρώστιες ή η αντίληψη ότι κάποιος είναι άρρωστος είναι συχνότερες ανάμεσα σ’ αυτούς που αυτοκτονούν. Χαρακτηριστικά, παρατηρείται μια υψηλή συσχέτιση ανάμεσα σε αυτοκτονίες και σε επισκέψεις σε γιατρούς για σωματικές ενοχλήσεις κατά την περίοδο των τελευταίων έξι μηνών πριν την αυτοκτονία. Γενικότερα, παρατηρείται ότι ο κίνδυνός για την αυτοκτονία είναι υψηλός σε άτομα που πάσχουν από καρκίνο και ακόμα μεγαλύτερος σε άτομα που πάσχουν από AIDS.
Ακόμα, η διαπροσωπική απώλεια ενός ατόμου μπορεί εύκολα να συσχετιστεί με την αυτοκτονία. Όταν αναφερόμαστε σε διαπροσωπική απώλεια εννοείται ο χωρισμός, το διαζύγιο ή ο θάνατος. Αυτές οι καταστάσεις, αφορούν συγγενείς, φίλους, ερωτικούς συντρόφους. Την μεγαλύτερη τάση προς την αυτοκτονία σε σχέση με την απώλεια σε διαπροσωπικό επίπεδο παρατηρείται και σε αλκοολικούς ή σε χρήστες ναρκωτικών ουσιών.
Στα άτομα που αυτοκτονούν έχει παρατηρηθεί μεγάλη συχνότητα στρεσογόνων παραγόντων, που συνήθως αφορούν μικρής σημασίας γεγονότα στην καθημερινή τους ζωή, κυρίως κατά τους τελευταίους 6 μήνες. Μερικά από αυτά είναι η αλλαγή της εργασίας, οι μετακομίσεις, οι τοκετοί, οι αποφοιτήσεις, οι οικονομικές αποτυχίες, ο γάμος, η συνταξιοδότηση, η εμμηνόπαυση κ.α. Εν κατακλείδι, οι μακροχρόνιες διαπροσωπικές συγκρούσεις με μέλη της οικογένειας ή με άλλα άτομα συνδέονται με υψηλό κίνδυνο αυτοκτονίας.

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΑΣΘΕΝΗ ΜΕ ΤΑΣΕΙΣ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ
Η αυτοκτονία είναι από τις πιο δύσκολες καταστάσεις της ψυχικής υγείας και γι’ αυτό είναι και πολύ δύσκολο να διαγνωστεί. Οι ενδείξεις στους ασθενείς υπάρχουν, αλλά πολλές φορές είναι ασαφείς και όχι ιδιαίτερα εμφανείς. Γι’ αυτό το λόγο, οι θεραπευτές πρέπει να είναι παρά πολύ προσεκτικοί στον εντοπισμό τους. Οι ενδείξεις κυρίως είναι δύο ειδών, οι λεκτικές και οι συμπεριφορικές.
Αρχικά, οι ασθενείς δηλώνουν άμεσα την πρόθεση τους για την αυτοκτονία, μέσω αστείων και έμμεσα με την χρήση εκφράσεων που μπορεί να αποκρύπτουν πολύ δυνατά και έντονα συναισθήματά. Τέτοιες εκφράσεις μπορεί να είναι: « δεν αντέχω άλλο», «τίποτα δεν πάει σωστά», «δεν αντέχω άλλο στην δουλεία μου», εκφράζοντας απογοήτευση ή δυστυχία. Η έλλειψη ελπίδας είναι ιδιαίτερα ενδεικτικό στοιχείο, σε συνδυασμό με το όταν το άτομο υπαινίσσεται ότι βλέπει το μέλλον του αφόρητο. Σε αυτή την περίπτωση χρησιμοποίει εκφράσεις όπως: « ίσως θα έπρεπε να τα παρατήσω γιατί δεν μπορώ να κάνω τίποτα καλύτερο για εμένα , δεν περιμένω να αποκτήσω στη ζωή μου αυτά που θέλω. Τέτοιες δηλώσεις μπορεί να ακούγονται σαν καθημερινά παράπονα, αλλά με περεταίρω διερεύνηση μπορεί να φέρει στην επιφάνεια αυτοκαταστροφικές ιδέες και σχέδια.
Όσον αφορά τις συμπεριφορικές ενδείξεις, τα άτομα που δεν μπορούν να εκφράσουν λεκτικά την επιθυμία τους να πεθάνουν, μπορεί να την εκδηλώσουν με διάφορους άλλους τρόπους. Ο ασθενής ξαφνικά μπορεί να αποφασίσει να κάνει τη διαθήκη του ή μοιράσει πολύτιμα προσωπικά αντικείμενα. Με αυτό τον τρόπο υποδηλώνει, ότι θέλει να τακτοποιεί τις υποθέσεις του, πριν αυτοκτονήσει. Επιπρόσθετα, μπορεί να επιχειρεί διάφορους μη θανατηφόρους πειραματισμούς με μη θανατηφόρα μέσα, όπως φάρμακα ελαφριά ή όπλα όχι τόσο αιχμηρά. Ακόμα το καινούργιο ενδιαφέρων για ασφάλεια ζωής ή για εξασφάλιση τόπου ταφής και η τάση να δημιουργούν ατυχήματα, ενώ αυτά είναι απίθανα να συμβούν, είναι παρά πολύ σοβαρές ενδείξεις.
Παρόλα αυτά μέσω της γνωστικής ψυχοθεραπείας από έναν Ψυχολόγο ή έναν Σύμβουλο Ψυχικής Υγείας, το άτομο καθώς και η οικογένεια του ασθενούς θα μπορέσουν πιο εύκολα να διαχειριστούν τις ιδέες και τα συναισθήματα τους προκειμένου να αντιμετωπίσουν έναν αυτοκτονικό ιδεασμό.

 

ΖΗΣΙΜΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ – ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

InterNus – ΚΕΝΤΡΟ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ & ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ