- 29/07/2025
- Posted by: antonis
- Κατηγορία: Ψυχολογία

Πόσες φορές σας έχει τύχει να παρατηρείτε ένα παιδί απορροφημένο από κάποιο πολύ σημαντικό έργο (χτίσιμο κάστρου στην άμμο), και να αναρωτιέστε τι συμβαίνει μέσα στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή; Ο καλύτερος τρόπος να το περιγράψουμε, θα ήταν σαν μια σκηνή θεάτρου με πρωταγωνιστές τη φαντασία, τα συναισθήματα, τις λέξεις και τις εικόνες. Η παιδική νευροψυχολογία έρχεται να απαντήσει καλύτερα στο παραπάνω ερώτημα, παρέχοντας χρήσιμες πληροφορίες για το πώς λειτουργεί ο παιδικός εγκέφαλος και πώς επηρεάζει τη συμπεριφορά. Μας παρέχει χρήσιμα εργαλεία για την αξιολόγηση συνηθισμένων δυσκολιών στα παιδιά (π.χ. προβλήματα συγκέντρωσης) και το πιο σημαντικό, πώς μπορούμε ως θεραπευτές, εκπαιδευτικοί και γονείς να τους δώσουμε τα κατάλληλα εργαλεία ώστε να ανθίσουν.
Η παιδική νευροψυχολογία διαχωρίζεται ως κλάδος από τη νευροψυχολογία των ενηλίκων, καθώς στην πραγματικότητα μιλάμε για δύο εντελώς διαφορετικούς εγκεφάλους, με ξεχωριστές δυνατότητες και ανάγκες. Αρχικά, ανάμεσα στις δύο παραπάνω ηλιακές ομάδες, διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό οι λόγοι επίσκεψης σε έναν νευροψυχολόγο: οι ενήλικες προσέρχονται συχνότερα με επίκτητες εγκεφαλικές βλάβες (κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, εγκεφαλικά, άνοια), ενώ τα παιδιά με αναπτυξιακές διαταραχές (αυτισμός, ΔΕΠΥ). Επόμενο είναι λοιπόν, ότι διαφοροποιούνται σημαντικά και τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση του μεγέθους των δυσκολιών. Ειδικότερα, είναι πολύ σημαντικό να επιλέγονται τεστ τα οποία είναι κατάλληλα σχεδιασμένα για παιδιά, όπως το WISC, που χρησιμοποιείται για την εξέταση της λεκτικής κατανόησης, της μνήμης και άλλων δεξιοτήτων σε παιδιά ηλικίας από 6 έως 16 ετών.
Είναι ωστόσο σημαντικό να θυμόμαστε ότι εφόσον έχουμε να κάνουμε με παιδιά, ο εγκέφαλος των οποίων δεν έχει ολοκληρώσει ακόμα την ανάπτυξή του, οι χαμηλές βαθμολογίες σε κάποιο τεστ δεν είναι απαραίτητα ένδειξη μόνιμου προβλήματος. Αντίθετα, ίσως να αντικατοπτρίζουν μια φυσιολογική καθυστέρηση σε κάποιον από τους τομείς ανάπτυξης ή απλώς να επιβεβαιώνουν τις περιορισμένες ακόμα δυνατότητες του παιδικού εγκεφάλου. Αξίζει να αναφερθεί σε αυτό το σημείο, ότι σε περίπτωση επίκτητης εγκεφαλικής βλάβης στα παιδιά (π.χ. κρανιοεγκεφαλική κάκωση), ο εγκέφαλός τους ανακάμπτει σε πολλές περιπτώσεις μόνος του (αυθόρμητη ίαση) και μάλιστα με πολύ γρηγορότερους ρυθμούς από ό,τι ο εγκέφαλος ενός ενήλικα. Αυτό οφείλεται στην αυξημένη νευροπλαστικότητα, δηλαδή την αυξημένη δημιουργία νευρικών κυττάρων και συνδέσεων μεταξύ τους. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ο εγκέφαλος των παιδιών είναι μαγικός!
Αφού ολοκληρώσουμε τη μέτρηση των εκάστοτε δυσκολιών, μπορούμε να προχωρήσουμε στη δημιουργία ενός εξατομικευμένου προγράμματος παρέμβασης, βάσει των ιδιαίτερων αναγκών του κάθε παιδιού. Παίρνοντας ως παράδειγμα τις διαταραχές του αυτιστικού φάσματος, μπορούμε να προτείνουμε στοχευμένες θεραπείες (λογοθεραπεία, ψυχοθεραπεία) ανάλογα με τους τομείς που θέλουμε να βελτιώσουμε (π.χ. επικοινωνία, κοινωνικές δεξιότητες, συναισθηματική ρύθμιση), και αξιοποιώντας πάντα τα δυνατά σημεία του παιδιού. Αντίστοιχα θα κινούμασταν και στην περίπτωση της ΔΕΠΥ, όπου οι συνήθεις στρατηγικές αντιμετώπισης των ελλειμμάτων περιλαμβάνουν εκπαίδευση στη διαχείριση του χρόνου, χρήση ημερολογίου για καλύτερη οργάνωση, εκμάθηση τακτικών παρακολούθησης της συμπεριφοράς κ.α.
Η παιδική νευροψυχολογία συνδυάζει τα πεδία πολλαπλών ειδικοτήτων για να καταφέρει να κοιτάξει πέρα από το σύμπτωμα, στους εγκεφαλικούς μηχανισμούς που το διαμεσολαβούν. Για παράδειγμα, τα ξεσπάσματα θυμού σε ένα παιδί ίσως να μη σχετίζονται με τη διαχείριση των συναισθημάτων, αλλά με το σύστημα του εγκεφάλου υπεύθυνο για την αναστολή ανεπιθύμητων συμπεριφορών, το οποίο ακόμα αναπτύσσεται. Επιπλέον, και οι ίδιες οι δυσκολίες συναισθηματικής ρύθμισης θα μπορούσαν να παραπέμπουν σε δυσλειτουργία του μεταιχμιακού συστήματος, το κέντρο των συναισθημάτων στον εγκέφαλο.
Συνοψίζοντας, η παιδική νευροψυχολογία μάς δίνει πολύτιμες πληροφορίες για το πώς αναπτύσσεται ο παιδικός εγκέφαλος και μας βοηθάει να αντιμετωπίζουμε το κάθε παιδί με υπομονή και σεβασμό, έχοντας κατά νου τα δυνατά του σημεία και τους περιορισμούς του, βάσει του αναπτυξιακού του σταδίου. Στόχος δεν είναι να ταιριάξει το παιδί σε κάποιο πρότυπο «αποτελεσματικότερης ανάπτυξης», αλλά να αισθανθεί ότι οι ανάγκες του γίνονται κατανοητές και ότι μπορούμε να το βοηθήσουμε να εξελιχθεί στον καλύτερο δυνατό εαυτό του.
Βίκυ Βλοντάκη – Ψυχολόγος
Κέντρο Συμβουλευτικής και Ψυχοθεραπείας Internus