Ενδοοικογενειακή Βία (βία κατά των συντρόφων): Γιατί τα θύματα δεν φεύγουν;

Η ενδοοικογενειακή βία είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που μας απασχολεί έντονα ιδίως τα τελευταία χρόνια. Είναι μια παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που λαμβάνει χώρα καθημερινά σε όλο τον κόσμο. Η δυσκολία στην αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι πολύ δύσκολα αναγνωρίζεται μιας και τα περισσότερα θύματα ενδοοικογενειακής βίας δεν μιλάνε για αυτό που τους συμβαίνει και δεν αναζητούν βοήθεια.

Η συντροφική βία εντάσσεται στον όρο ενδοοικογενειακή βία και περιλαμβάνει: τη σωματική βία, τη σεξουαλική βία, την καταδίωξη, την ψυχολογική βία (συμπεριλαμβανομένων των καταναγκαστικών πράξεων), τον οικονομικό εκβιασμό/περιορισμό της/του συντρόφου από έναν τρέχοντα ή πρώην στενό σύντροφο, ανεξάρτητα από το αν ο σύντροφος ή η σύντροφος είναι σύζυγος ή όχι κ.α. Αυτή η μορφή βίας στην κοινωνία αναφέρεται ελάχιστα από τα θύματα για διάφορους λόγους. Ένα ανησυχητικό αλλά συνεπές εύρημα στις σύγχρονες έρευνες είναι ότι η ενδοοικογενειακή βία τείνει να «τρέχει στην οικογένεια» δηλαδή είτε είναι μια συμπεριφορά μάθησης την οποία υιοθετεί ο εκάστοτε άνθρωπος με βάση το οικογενειακό του περιβάλλον είτε υπάρχουν κληρονομικές ψυχικές διαταραχές που μπορεί να οδηγήσουν στην επιθετικότητα. Τι είναι όμως στην πράξη η ενδοοικογενειακή βία;

Η ενδοοικογενειακή βία μπορεί να είναι σωματική ή ψυχολογική και μπορεί να επηρεάσει οποιονδήποτε οποιασδήποτε ηλικίας, φύλου, φυλής ή σεξουαλικού προσανατολισμού. Μπορεί να συμπεριλαμβάνει συμπεριφορές που έχουν σκοπό να τρομάξουν, να βλάψουν σωματικά ή να ελέγξουν έναν σύντροφο. Και ενώ κάθε σχέση είναι διαφορετική, το σίγουρο είναι ότι η ενδοοικογενειακή βία σχετίζεται συνήθως με την άνιση δυναμική εξουσίας, στην οποία ο ένας σύντροφος προσπαθεί να διεκδικήσει τον έλεγχο του άλλου χρησιμοποιώντας αθέμιτους τρόπους.

Οι προσβολές, οι απειλές, η συναισθηματική κακοποίηση και ο σεξουαλικός καταναγκασμός αποτελούν όλα ενδοοικογενειακή βία. Ορισμένοι θύτες μπορούν να χρησιμοποιήσουν παιδιά, κατοικίδια ζώα ή άλλα μέλη της οικογένειας για να αναγκάσουν το θύμα τους να συμμορφωθεί με τα θέλω και τις ανάγκες τους (ψυχολογικός εκβιασμός).

Ένα από τα πολλά ερωτήματα που βασανίζουν το κοινωνικό σύνολο είναι γιατί δεν φεύγουν τα θύματα από τους θύτες και γιατί δεν καταγγέλλουν τα περιστατικά αυτά. Ας δούμε μερικούς από τους επικρατέστερους λόγους:

  1. Διαστρεβλωμένες σκέψεις. Το να είσαι ελεγχόμενος και πληγωμένος είναι τραυματικό και αυτό οδηγεί σε σύγχυση, αμφιβολίες, ακόμη και αυτό-κατηγορίες. Οι δράστες παρενοχλούν και κατηγορούν τα θύματα, κάτι που τα κουράζει και προκαλεί απόγνωση και ενοχές. Για παράδειγμα, υπάρχουν άτομα που δήλωσαν: «Πίστευα ότι το αξίζω» και «ντρεπόμουν, ντρεπόμουν και κατηγορούσα τον εαυτό μου επειδή νόμιζα ότι εγώ το πυροδότησα. Άλλοι μείωσαν τη σημαντικότητα της κακοποίησης ως τρόπο αντιμετώπισης, λέγοντας: «[Έμεινα] γιατί δεν πίστευα ότι η συναισθηματική και οικονομική κακοποίηση ήταν πραγματικά κακοποίηση. Επειδή οι λέξεις δεν αφήνουν μώλωπες » και « επειδή δεν ήξερα ότι αυτό που μου έκανε ο φίλος/η φίλη μου ήταν βιασμός ».
  2. Κατεστραμμένη Αξία του Εαυτού. Πολλά θύματα ένιωθαν αδύναμα και χωρίς αξία, λέγοντας: «Με έκανε να πιστέψω ότι είμαι άχρηστη/ος και μόνη/ος» και «Ένιωσα ότι είχα κάνει κάτι λάθος και το άξιζα».
  3. Φόβος. Η απειλή σωματικής και συναισθηματικής βλάβης είναι ισχυρή και οι θύτες το χρησιμοποιούν για να ελέγξουν και να κρατήσουν παγιδευμένο το θύμα. Τα θηλυκά θύματα βίας είναι πολύ πιο πιθανό να τρομοκρατηθούν και να τραυματιστούν από τα αντρικά θύματα. Η μία είπε: «Τον φοβόμουν…»Η απόπειρα εγκατάλειψης ενός κακοποιού είναι επικίνδυνη. Μια γυναίκα ένιωσε παγιδευμένη λόγω των απειλών του συζύγου της ότι «θα με κυνηγήσει και θα βλάψει όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών μας, ενώ παρακολουθούσα και μετά θα με σκότωνε».
  4. Θέλοντας να γίνω Σωτήρας. Πολλοί περιέγραψαν την επιθυμία να βοηθήσουν ή να αγαπήσουν τους συντρόφους τους με την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να τους αλλάξουν: «Πίστευα ότι θα μπορούσα να αγνοήσω την κακοποίηση από αυτόν/αυτήν». Άλλοι περιέγραψαν εσωτερικές αξίες ή δεσμεύσεις για το γάμο ή την/τον σύντροφο, με φράσεις όπως: «Νόμιζα ότι θα ήμουν ο ισχυρός/ή που δεν θα τον/την άφηνε ποτέ και θα του/της έδειχνε πίστη. Θα τον/την διόρθωνα και θα του/της μάθαινα αγάπη ». Άλλοι λυπήθηκαν και έβαλαν τις ανάγκες του συντρόφου τους πάνω από τις δικές τους: «Ο πατέρας του πέθανε, έγινε αλκοολικός και είπε ότι ο Θεός δεν θα ήθελε να τον αφήσω γιατί με χρειαζόταν για να τον κάνω καλύτερο».
  5. Τα Παιδιά. Πολλές γυναίκες έβαλαν επίσης τα παιδιά τους πρώτα, θυσιάζοντας τη δική τους ασφάλεια: «Φοβόμουν αν δεν με χτυπούσε θα χτυπούσε τα παιδιά του. Και εκτιμούσα τη ζωή τους περισσότερο από τη δική μου ». Και, «Έμεινα για 20 χρόνια να προστατεύσω τα παιδιά μας, ενώ με κακοποιούσε». Άλλοι ανέφεραν ότι μένουν για να ωφελήσουν τα παιδιά: «ήθελα ο γιος μου να έχει πατέρα/μητέρα».
  6. Οικογενειακές προσδοκίες και εμπειρίες. Πολλοί αναφέρθηκαν σε περιγραφές για το πώς οι προηγούμενες εμπειρίες με τη βία διαστρέβλωσαν την αίσθηση του εαυτού τους ή των υγιών σχέσεων: «Παρακολούθησα τον μπαμπά μου να χτυπά τη μητέρα μου. Τότε βρήκα κάποιον ακριβώς όπως τον μπαμπά μου». Κάποιοι ανέφεραν οικογενειακές και θρησκευτικές πιέσεις: «Η μητέρα μου είπε ότι ο Θεός θα με αποκηρύξει αν διαλύσω τον γάμο μου».
  7. Οικονομικοί περιορισμοί. Πολλοί αναφέρθηκαν σε οικονομικούς περιορισμούς, και αυτοί συχνά συνδέονταν με τη φροντίδα των παιδιών: «Δεν είχα οικογένεια, είχα και δύο μικρά παιδιά, δεν είχα χρήματα να ανταπεξέλθω μόνη μου». Άλλοι δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν τις δουλειές τους λόγω του ελέγχου του κακοποιού ή των τραυματισμών τους, ενώ άλλοι χρησιμοποιήθηκαν οικονομικά από τον κακοποιό τους και βρέθηκαν χρεωμένοι. Και αυτό το παράδειγμα είναι πολύ σημαντικό καθώς οφείλουμε να γνωρίζουμε πως οι περισσότεροι θύτες στοχεύουν στην αποδυνάμωση της συντρόφου τους με το να τις περιορίζουν οικονομικά (πλήρης διαχείριση και έλεγχος των χρημάτων από τον θύτη, απαίτηση να αφήσουν την εργασία τους) γεγονός που τις καθιστά πολλές φορές ανήμπορες να εγκαταλείψουν τον σύντροφο ιδίως όταν υπάρχουν και παιδιά, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.
  8. Απομόνωση. Μια κοινή τακτική των χειριστικών εταίρων είναι να διαχωρίζουν το θύμα τους από την οικογένεια και τους φίλους. Μερικές φορές αυτό είναι φυσικό, όπως έζησε και περιγράφει μια γυναίκα: «ήμουν κυριολεκτικά εγκλωβισμένη στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και χρησιμοποιούσε το αγοράκι μου για να με κρατήσει κοντά». Άλλες φορές η απομόνωση είναι συναισθηματική, όπως είπαν σε μια γυναίκα: «Ή θα έχεις εμένα ή θα έχεις φίλους και οικογένεια».

Αν και αυτοί οι οκτώ λόγοι είναι οι πιο συνηθισμένοι, δεν περιγράφουν κάθε θύμα και κατάσταση. Ωστόσο, αυτές οι θέσεις που αναφέραμε μας δείχνουν μερικές από τις πιο ακραίες απόψεις για τις δυσκολίες λήψης αποφάσεων σε μια βίαιη σχέση, και αυτό είναι χρήσιμο να το καταλάβουμε.

Αν μπορούσαμε όλο και περισσότεροι άνθρωποι να απαντήσουμε στις ιστορίες κακοποίησης των θυμάτων με ανησυχία και συμπόνια, αντί για κριτική, τότε όλο και περισσότερα θύματα θα μιλούσαν ανοιχτά γι’αυτό που τους συμβαίνει και θα αναζητούσαν βοήθεια.

Μερικές συμβουλές ασφαλείας εάν είστε θύμα κακοποίησης:

Αν αισθάνεστε ότι βιώνετε κακοποίηση, ζητήστε βοήθεια. Οι παρακάτω συμβουλές παρέχουν καθοδήγηση για το πώς να βρείτε ασφάλεια και υποστήριξη:

  • Εξετάστε το ενδεχόμενο να μοιραστείτε τις ανησυχίες σας με έναν έμπιστο φίλο, ή ένα μέλος της οικογένειας ή γείτονα. Συνεργαστείτε μαζί τους για να αναπτύξετε ένα σχέδιο δράσης για όταν χρειαστείτε βοήθεια. Αυτό το σχέδιο μπορεί να περιλαμβάνει, για παράδειγμα, τη δημιουργία ενός μυστικού κωδικού ή πολλαπλών κωδικών λέξεων, προτάσεων ή emoji που θα σας βοηθήσουν να επικοινωνείτε με μεγαλύτερη ασφάλεια μαζί σας σε ώρα ανάγκης.
  • Οργανώστε μια στρατηγική απόδρασης, όπως π.χ. να πείτε ότι πρέπει να πάτε στο φαρμακείο ή στο παντοπωλείο και, μόλις φτάσετε εκεί, να ζητήσετε να χρησιμοποιήσετε το τηλέφωνο για να καλέσετε βοήθεια. Σκεφτείτε πολλούς εύλογους λόγους για τους οποίους φεύγετε από το σπίτι σε διαφορετικές ώρες της ημέρας ή της νύχτας σε περίπτωση που χρειαστεί να αποδράσετε.
  • Εάν είναι δυνατόν, να έχετε ένα τηλέφωνο πάντα φορτισμένο και προσβάσιμο και να γνωρίζετε ποιους αριθμούς να καλέσετε για βοήθεια: έναν φίλο, ένα μέλος της οικογένειας ή την αστυνομία. Εάν η ζωή σας βρίσκεται σε κίνδυνο, καλέστε την αστυνομία.
  • Προσπαθήστε να εντοπίσετε τα μοτίβα και το επίπεδο βίας από τον σύντροφό σας. Αυτό μπορεί να σας βοηθήσει να προβλέψετε πότε μπορεί να κλιμακωθεί η κατάσταση.

Η πιο δύσκολη στιγμή για τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας είναι η εγκατάλειψη του θύτη και η αναζήτηση βοήθειας. Αν είσαι θύμα σωματικής ή ψυχολογικής βίας μη ξεχνάς πως σε κανέναν δεν αξίζει να κακοποιείται, δεν ευθύνεσαι εσύ για την κατάσταση που βιώνεις. Δεν είσαι μόνος/μόνη. Αναζήτησε άμεσα βοήθεια.

 

Χριστάκη Ελένη – Ψυχολόγος

Internus – Κέντρα συμβουλευτικής & ψυχοθεραπείας