Ψυχολογικές διεργασίες των γονέων ασθενών με ψύχωση και στρατηγικές ψυχολογικής επιβίωσης

Η διάγνωση ενός μέλους του παιδικού υποσυστήματος της οικογένειας με ψύχωση «προσκαλεί» ολόκληρο το οικογενειακό σύστημα να διαχειριστεί μία σειρά αλλαγών καθημερινής διαβίωσης. Τόσο οι εσωτερικές ψυχολογικές διεργασίες όσο και τα πρακτικά ζητήματα καθιστούν την αποδοχή της ασθένειας μέσα στην οικογένεια δύσκολη.
Οι γονείς στην πληροφόρηση ότι το παιδί τους πάσχει από σχιζοφρένεια, έρχονται αυτόματα αντιμέτωποι με το αίσθημα της απώλειας. Βιώνουν το πένθος του υγιούς παιδιού τους και την απώλεια των προσδοκιών τους. Συχνά, το αίσθημα της στεναχώριας συνοδεύεται και από ενοχή η οποία περιπλέκει τόσο τα συναισθήματα και καθιστά τη νέα διαπραγμάτευση της οικογενειακής πραγματικότητας σκληρή. Η λύση του πένθους περιπλέκεται και από το στίγμα της ψυχικής νόσου. Ο στιγματισμός των ψυχικά ασθενών κάνει πολλές οικογένειες να κρύβουν την ύπαρξη της ασθένειας και έτσι δεν υπάρχει το απαραίτητο υποστηρικτικό δίκτυο να «ακουμπήσουν» τον πόνο τους. Σε έρευνα βρέθηκε ότι οι μισοί γονείς και σύζυγοι, των πρόσφατα νοσηλευθέντων ασθενών το έκρυβαν σε κάποιο βαθμό (Phelan et al,1998). Η αίσθηση διαφορετικότητας και περιθωριοποίησης ενισχύεται με το φαύλο κύκλο του στίγματος γύρω από τη νόσο να διατηρείται.
Ψυχολογικές διεργασίες βιώνουν και τα αδέρφια των ψυχωτικών ασθενών. Συχνά νιώθουν μνησικακία για τον ασθενή, ο οποίος ευνοείται από την προσοχή που του δείχνουν οι γονείς. Επίσης, κατακλύζονται από φόβο ότι «μπορεί να συμβεί και σε μένα» ή από φόβο κληρονομικότητας για την επόμενη γενιά. Στην προσπάθειά τους να αποδείξουν στους γονείς τους ότι εκείνα είναι «τα καλά τους παιδιά» νιώθουν ανίκανα και ανεπαρκή με χαμηλή αυτοεικόνα, μειωμένη αυτοεκτίμηση και αισθήματα αμφιθυμίας.
Όπως και σε οικογένειες που έχουν ένα μέλος με κάποιο είδος αναπηρίας, όπως ο αυτισμός ή άλλες χρόνιες διαταραχές, έτσι και σε οικογένειες με παιδί με ψύχωση κυριαρχούν στους γονείς συναισθήματα ανεπάρκειας και ενοχής. Νιώθουν αποτυχημένοι στο γονεικό τους ρόλο, δε ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν τις εκδηλώσεις της διαταραχής, θλίβονται για τα βάσανα που περνά το παιδί τους, ανησυχούν για την πρόγνωση και την πορεία της νόσου και έχουν να διαχειριστούν πλήθος υποτροπών, κρίσεων και ενδεχόμενων νοσηλειών. Η χρονιότητα διαδραματίζει ένα κεντρικό ρόλο στη δυναμική της οικογένειας.
Το πώς η οικογένεια θα διαλέξει να ανταποκριθεί στις νέες αυτές συναισθηματικές και κοινωνικές συνθήκες έχει να κάνει με προηγούμενα μοτίβα προσαρμογής της σε ενυπάρχουσες δυσλειτουργικές σχέσεις. Έχει παρατηρηθεί ότι η δομή των οικογενειακών σχέσεων και τα οικογενειακά μοτίβα αλληλεπίδρασης επηρεάζουν την πορεία της νόσου. Σειρά ερευνών έχει δείξει ότι υψηλά επίπεδα «εκφρασμένου συναισθήματος» (=επικριτικά ή συναισθηματικά φορτισμένες στάσεις και συμπεριφορές του ενός ή και των δύο γονιών προς το ψυχωτικό μέλος) επιδρούν αρνητικά στην εξέλιξη της νόσου και αυξάνουν τον κίνδυνο της υποτροπής. Στις νέες μεταβαλλόμενες συνθήκες, συνήθως η οικογένεια απαντά με εντατικοποίηση των παλιών και συνηθισμένων σχημάτων αλληλεπίδρασης.
Οι γονείς, αφού «πενθήσουν» το υγιές παιδί τους και αποδεχτούν τη νέα πραγματικότητα της νόσου είναι χρήσιμο να ενημερωθούν σε γνωστικό επίπεδο σχετικά με τα συμπτώματα της νόσου, την πορεία της, την ανάγκη λήψης της φαρμακευτικής αγωγής, τη δράση και την παρενέργεια των φαρμάκων, τον κίνδυνο υποτροπής κλπ. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται ψυχοεκπαίδευση και δίνει ένα αίσθημα ασφάλειας στο φροντιστή, ο οποίος αντιλαμβάνεται και κατανοεί πλέον τι είναι αυτό που ταλαιπωρεί το παιδί, και ρυθμίζει τις προσδοκίες του απέναντί του σύμφωνα με τη νέα γνώση, προλαμβάνοντας έτσι προσεχείς συναισθηματικές ματαιώσεις που είναι δύσκολα διαχειρίσιμες.
Η οικογένεια πέρα από την πληροφόρηση γύρω από τη νόσο, οφείλει να μάθει και για τον εαυτό της και για τις αλλαγές που πρέπει να κάνει ώστε να γίνει όλο το σύστημα πιο λειτουργικό και ευχαριστημένο. Το οικογενειακό σύστημα έχει απόθεμα και δυνατότητες για να αναδυθούν θετικές διαφοροποιήσεις. Προκειμένου οι γονείς να κατανοήσουν και να διαπραγματευτούν συναισθήματα και καταστάσεις χρειάζονται τη διαβεβαίωση ότι δεν ευθύνονται εκείνοι για την εμφάνιση της νόσου στο παιδί. Όταν απεγκλωβιστούν από τη γραμμική αυτή αιτιακή θέση της ενοχής, τότε θα αρχίσουν να ασχολούνται με μοτίβα συμπεριφοράς, δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων και λήψης απόφασης για το καλύτερο δυνατό λειτουργικό «γίγνεσθαι» της οικογένειας.
Η επίτευξη αυτάρκειας και αυτονομίας του ασθενή είναι μία από τις μεγαλύτερες επιδιώξεις, οπότε οι γονείς σεβόμενοι τον προσωπικό χώρο του ασθενή ενισχύουν τα διαγενεικά όρια και ανακουφίζονται και οι ίδιοι από την υπερπροστασία και τη θυσία των δικών τους προσωπικών ορίων, που πολλές φορές χάνονται στη διάθεσή τους να είναι κοντά και να υποστηρίζουν το παιδί τους. Οι γονείς είναι χρήσιμο και αυξήσουν τις κοινωνικές τους σχέσεις και δραστηριότητες ώστε να διοχετεύουν εκεί τη συναισθηματική τους ενέργεια αντί να επενδύουν σε σχέσεις μέσα στην οικογένεια. Όσο ελαττώνεται η συναισθηματική συγχώνευση και χαλαρώνει η υπερεμπλοκή τόσο μεγαλύτερη αντοχή και ανθεκτικότητα παρατηρείται στο σύστημα της οικογένειας αλλά και στο ίδιο το ψυχωτικό μέλος.
Καλούνται επίσης οι γονείς να βελτιώσουν την επικοινωνία τους με τα οικογενειακά μέλη, αυξάνοντας τη σαφήνεια και τη συνοχή, αναπτύσσοντας ενεργητική ακρόαση, χρησιμοποιώντας μονοσήμαντα μηνύματα για να αποφεύγεται η σύγχυση, διατυπώνοντας ολοκληρωμένα τις σκέψεις τους αλλά και προτείνοντας εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των συγκρούσεων. Οι γονείς όντας ψυχικά υγιείς καλούνται να δουν το δικό τους ρόλο και τη δική τους συμβολή στις διαπροσωπικές διεργασίες που ξετυλίγονται.
Δεν είναι εύκολο για κανένα γονιό να αποδεχτεί μία χρόνια νόσο για το παιδί του. Όλα είναι δύσκολα όταν βρίσκεται κανείς τόσο κοντά στην επήρεια της ψύχωσης. Υπάρχουν πολλά είδη θεραπείας όμως κανένα δε δίνει όλες τις απαντήσεις. Η οικογένεια χρειάζεται ένα πλαίσιο συναισθηματικής στήριξης, μία θετική συναισθηματική ατμόσφαιρα με ενσυναίσθηση, μη κριτική στάση, σεβασμό, ενθάρρυνση και ελπίδα. Άλλοτε είναι χρήσιμη η σχέση με ένα θεραπευτή και άλλοτε η συμμετοχή σε ομάδα ατόμων που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα. Η δυναμική της ομάδας κάποιες φορές μπορεί να προωθήσει ευκολότερα την αλλαγή καθώς η αντίσταση στη θεραπεία μειώνεται όταν λαμβάνεις υποστήριξη και ανατροφοδότηση από συμπάσχοντες παρά από ειδικούς. Όταν οδυνηρές εμπειρίες βιώνονται ως κοινές, το βάρος μοιράζεται.
Ο δρόμος προς την ανάρρωση είναι πιο εύκολος όταν έχει κανείς καλούς συνοδοιπόρους. Οι σχέσεις μας με τους άλλους μας βοηθάνε να νιώθουμε καλύτερα και να δίνουμε στη ζωή μας ένα νέο νόημα που να ταιριάζει στην εκάστοτε πραγματικότητά μας.

 

ΚΟΝΙΔΑΚΗ ΕΛΠΙΔΑ – ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ

InterNus ΚΕΝΤΡΟ ΣΥΜΒ/ΚΗΣ & ΨΥΧ/ΠΕΙΑΣ