Εφηβική παραβατικότητα και βίαιη συμπεριφορά

«16χρονος τραυμάτισε με κατσαβίδι 2 συνομήλικους του».

«Έφηβος δολοφόνησε τον αδελφό του»

«Ομάδες ανηλίκων πραγματοποίησαν ληστείες με θύματα».

Τα παραπάνω είναι μερικοί ειδησεογραφικοί τίτλοι από τον Οκτώβριο έως και τον Δεκέμβριου του 2023, με την ανακοίνωση ανάλογων περιστατικών στα ειδησεογραφικά πρακτορεία να είναι όλο και πιο συχνή, εγείροντας μεγάλη ανησυχία για τα περιστατικά βίαιης συμπεριφοράς μεταξύ παιδιών και εφήβων. Αυτό το περίπλοκο και ανησυχητικό ζήτημα, το οποίο εμφανίζεται κυρίως στις ηλικίες 14-18 ετών, πρέπει να γίνει προσεκτικά κατανοητό από γονείς, δασκάλους και άλλους ενήλικες.

Τα παιδιά από την προσχολική ηλικία μπορούν να επιδείξουν βίαιη συμπεριφορά. Οι γονείς και άλλοι ενήλικες που είναι μάρτυρες αυτής της συμπεριφοράς μπορεί να ανησυχούν, ωστόσο, συχνά ελπίζουν ότι το μικρό παιδί θα «μεγαλώσει από αυτήν». Η βίαιη συμπεριφορά ενός παιδιού σε οποιαδήποτε ηλικία πρέπει πάντα να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.

Η βίαιη συμπεριφορά, σε αδρές γραμμές, κατά την παιδική και εφηβική ηλικία, μπορεί να περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών: έντονες εκρήξεις θυμού, σωματική επιθετικότητα, καυγάδες, απειλές ή απόπειρες να πληγώσουν άλλους (συμπεριλαμβανομένων των σκέψεων ότι θέλουν να σκοτώσουν άλλους), χρήση όπλων, σκληρότητα προς τα ζώα, πυρπόληση , σκόπιμη καταστροφή περιουσίας, βανδαλισμούς, κοκ.

Ουσιαστικά όλα τα παιδιά εκφράζουν επιθετική συμπεριφορά στη βρεφική και πρώιμη παιδική ηλικία, οπότε το πραγματικό ζήτημα δεν είναι «πώς γίνονται τα παιδιά/οι έφηβοι επιθετικά;». αλλά μάλλον «πως ορισμένα παιδιά συνεχίζουν να είναι επιθετικά φτάνοντας στο σημείο να γίνουν βίαιοι έφηβοι/ες;».

Η έρευνα αποκαλύπτει ότι οι δύο κύριες διαδικασίες που ελέγχουν την αναπτυξιακή οδό για την επιθετικότητα στην παιδική ηλικία είναι οι ιδέες που μαθαίνει ένα παιδί για την επιθετικότητα («γνωστική δόμηση») και οι εμπειρίες που έχει ένα παιδί σε καταστάσεις όπου η επιθετική συμπεριφορά διαμορφώνεται και ενισχύεται. Έτσι παρατηρείται ότι μερικά παιδιά λαμβάνουν συνεπή μηνύματα σχετικά με τα οποία μειώνουν τη νομιμότητα της επιθετικότητας («μην χτυπάς»), ενώ άλλα λαμβάνουν μηνύματα που νομιμοποιούν την επιθετικότητα («χτύπα όταν σε χτυπάνε»). Ομοίως, μερικά παιδιά παρατηρούν τους γονείς, τα αδέρφια και τους συνομηλίκους να επιλύουν τη σύγκρουση μη επιθετικά, ενώ άλλα παρατηρούν κακοποίηση και τσακωμούς.

Τα παιδιά που κινδυνεύουν περισσότερο να φέρουν ένα μοτίβο σοβαρής επιθετικότητας στην εφηβεία είναι εκείνα που έχουν αναπτύξει ένα χρόνιο πρότυπο εναντιωματικής συμπεριφοράς και παραβίασης των δικαιωμάτων των άλλων (à διαταραχή αγωγής). Έρευνα σχετικά με τους μηχανισμούς δόμησης της «επικίνδυνης σκέψης» αποκαλύπτει ότι οι πιθανότητες να αναπτύξει ένα παιδί διαταραχή διαγωγής αντανακλούν την σύνδεση της κακοποίησης και της δυσκολίας επεξεργασίας κοινωνικών πληροφοριών (υπερευαισθησία στις αρνητικές κοινωνικές πληροφορίες, αγνοία θετικών κοινωνικών δεξιοτήτων, περιορισμένες ιδέες για εναλλακτικές λύσεις αντί της σωματικής επιθετικότητας, αίσθηση ότι η επιθετικότητα είναι μια επιτυχής κοινωνική τακτική). Φαίνεται επομένως πως τα δύο βασικά γρανάζια της εφηβικής παραβατικότητας είναι η περιορισμένη ενσυναίσθηση και η αυξημένη παρορμητικότητα, χαρακτηριστικά τα οποία δεν βοηθούν το άτομο να αντιληφθεί τις συνέπειες των πράξεων του (το άτομο δηλαδή δεν έχει καταφέρει να αναπτύξει «ενσυναισθητικό εγκέφαλο», να μπορεί δηλαδή να προβλέψει τις ανάγκες, το συναίσθημα του άλλου).

Πέραν όμως αυτό αξίζει να ληφθεί υπόψη, ως βασικός παράγοντας κινδύνου, και το ζήτημα της «κοινωνικής τοξικότητας», βάσει του οποίου, τα παιδιά (και ιδιαίτερα τα παιδιά με δυσκολίες) θα συμπεριφέρονται τόσο άσχημα όσο διαμορφώνεται και το κοινωνικό περιβάλλον γύρω τους.

Ο εξωραϊσμός της βίας στην τηλεόραση, στις ταινίες και στα βιντεοπαιχνίδια είναι μέρος αυτής της κοινωνικής τοξικότητας και επηρεάζει τα επιθετικά παιδιά περισσότερο από άλλα. Παράλληλα εκατοντάδες παιδιά διαβιούν σε οικογένειες όπου υπάρχει κακοποίηση, αλλά και παραμέληση. Ενώ στην ενίσχυση του φαινομένου συμβάλλει η μη ενεργός συμμετοχή των γονιών στην ανατροφή των ανήλικων παιδιών τους. Και σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί ότι η εφηβική παραβατικότητα δεν είναι φαινόμενο μόνο των χαμηλών κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων της χώρας. Αντιθέτως, πλέον παρατηρείται από τους εγκληματολόγους διαφοροποίηση του προφίλ που φέρει ένα παραβατικό παιδί ή ένας/μια παραβατικός/η έφηβος/η, ενώ ταυτόχρονα καταγράφονται αυξημένα περιστατικά «οργανωμένου» εγκλήματος στην εφηβική κοινότητα.

Δεδομένου συνεπώς ότι η εφηβική παραβατικότητα και βία είναι ένα πολύπλευρο φαινόμενο είναι απαραίτητο να αντιμετωπίζεται  ολιστικά, τόσο σε επίπεδο οικογένειας, όσο και της κοινότητας και του σχολικού πλαισίου. Ως εκ τούτου διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου, η αξιοποίηση των βιωματικών τρόπων μάθησης, οι οποίοι αναδεικνύουν την μοναδικότητα του ατόμου και στηρίζονται στην αξιοποίηση των δυνατών του σημείων. Ταυτόχρονα, η παρέμβαση είναι σημαντικό να στοχεύει και στην στην ενδυνάμωση των γονέων ώστε εκείνοι να αποκτήσουν τις δεξιότητες, που θα τους βοηθήσουν τόσο την αντιμετώπιση των σχετικών δυσκολιών όσο και στη διευκόλυνση της αλλαγής.

Κλείνοντας αξίζει να θυμόμαστε ότι σχεδόν όλα τα άτομα που διαπράττουν μια πράξη βίας πιστεύουν ότι είναι δικαιολογημένη τουλάχιστον τη στιγμή που την διαπράττουν. Συχνά η βία δεν είναι απόρροια κάποιας διαταραχής, αλλά μιας απάντησης στο βίωμα.