Το «σύνδρομο» του καλού παιδιού

Η φράση «καλό παιδί» είναι μια φράση που, εκτός από το ότι την έχουμε ακούσει χιλιάδες φορές, την έχουμε αναπαράγει και οι ίδιοι άλλες τόσες. Η «παγίδα» του καλού παιδιού, μας ακολουθεί σε όλη μας την ζωή, κι ενώ δεν το αντιλαμβανόμαστε, μας δίνει την ευθύνη να διατηρήσουμε όλες αυτές τις ταμπέλες που περικλείει αυτή η φράση.

Ποιο είναι το καλό παιδί; Το παιδί εκείνο που ακούει τους γονείς του, που δεν δημιουργεί προβλήματα, που δεν γκρινιάζει. Είναι το παιδί που ακόμα κι όταν παίζει το κάνει χαμηλόφωνα, που είναι πάντα ευγενικό και πρόσχαρο, που είναι τύπος και υπογραμμός στο σχολείο.

Και γιατί όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, θα μου πείτε, τα αποκαλείς «παγίδα»;

Έχετε ποτέ αναρωτηθεί πόση ενέργεια σπαταλάμε καθημερινά προκειμένου να επεξεργαστούμε όλους αυτούς τους άγραφους κανόνες που μας επιβάλλει η κοινωνία και  να τους εφαρμόσουμε, πόσο μάλλον σε μία τόσο ευαίσθητη ηλικία, όσο η παιδική; Πόσο βαρύ θα μπορούσε να είναι για ένα παιδί που απλά έχει τις μαύρες του, να υπακούσει στον γενικό κανόνα «δεν ενοχλούμε» και να καταπιέσει το συναίσθημα του, ειδάλλως θα χάσει όλα όσα έχει χτίσει, γιατί απλά θα πάψει να είναι το καλό παιδί; Πόσο εύκολα του παίρνουμε πίσω μια τόσο γενική ταμπέλα που έχει πασχίσει να κατακτήσει και που πάνω της έχει χτίσει όλη την αυτοαξία του;

Κι αυτό δεν συμβαίνει, φυσικά, μόνο στα παιδιά. Πόσες φορές δεν έχουμε κρίνει έναν συνάνθρωπο μας ο οποίος παραφέρεται, χωρίς να αναλογιστούμε τι μπορεί να έχει συμβεί προκειμένου να φτάσει να συμπεριφέρεται έτσι; Πόσες φορές κι εμείς οι ενήλικες δεν έχουμε ακούσει φράσεις όπως «Μην αγχώνεσαι» ή «δεν πρέπει να στεναχωριέσαι» ή ακόμα «Γιατί θυμώνεις τώρα, ηρέμησε»; Κι αν όλο αυτό εμάς τους ενήλικες μας πιέζει και μας απορρίπτει ή μας θυμώνει, πως περιμένουμε να το διαχειριστεί ένα παιδί όταν ακούει ακριβώς τις ίδιες φράσεις;

Κι αν ακόμα και τώρα δεν είναι ξεκάθαρο το γιατί η ταμπέλα του καλού παιδιού είναι «παγίδα», τότε ας αναλογιστούμε με πόσο κόπο και με πόση καταπίεση των αναγκών μας αναγκαστήκαμε να ζούμε, προκειμένου να είμαστε εμείς τα καλά παιδιά και να μην μας κακολογήσουν. Προκειμένου να είναι υπερήφανοι οι γονείς και η δασκάλα μας, ή να μην μπούμε τιμωρία.

Τελικά μήπως το κυρίαρχο μήνυμα που καλλιεργούμε στα παιδιά μας είναι το «μην μας ενοχλείς»; Μήπως προβάλουμε τις δικές μας ανάγκες στα παιδιά και τελικά τα επιβραβεύουμε όταν δεν μας κουράζουν; Μήπως τελικά το «καλό παιδί» είναι το δυστυχισμένο παιδί με ήρεμους τους φροντιστές του; Και εν τέλει μήπως καλλιεργούμε στα παιδιά μας την παθητικότητα, την πεποίθηση ότι είναι αποδεκτά μόνο όταν τοποθετούν τις ανάγκες τους σε δεύτερη μοίρα ή μόνο όταν επιτυγχάνουν το τέλειο;

Κι αν σας προβλημάτισα αρκετά έως τώρα, ας εστιάσουμε στο πώς καλλιεργούμε την ψυχική ανθεκτικότητα των παιδιών, πώς τα τραβάμε από την «κινούμενη άμμο» του τέλειου ή του καλού παιδιού.

Σημαντικότερο από όλα είναι να απενοχοποιήσουμε την έννοια του λάθους. Να παραδεχθούμε πως για όλους, πόσο μάλλον για ένα παιδί, είναι αδύνατο να μην κάνουμε λάθη, είναι ουτοπικό να θεωρήσουμε πως θα μπορούμε για πάντα να ανταποκρινόμαστε τέλεια στις υποχρεώσεις μας ή στους κοινωνικούς κανόνες. Η έννοια του λάθους θα πρέπει να καλλιεργηθεί ως μία διαδικασία που το άτομο έχει μία όχι τόσο ικανοποιητική εμπειρία, προκειμένου το ίδιο να τροποποιήσει την συμπεριφορά του. Παρ’ όλα αυτά, η λάθος συμπεριφορά μπορεί φαινομενικά για την κοινωνία ή για το περιβάλλον να κρίνεται ως λανθασμένη, αλλά για το ίδιο το άτομο να είναι πολύ λειτουργική. Για παράδειγμα, είναι υγιές για ένα παιδί να μην επιθυμεί να μιλήσει ή  να αγκαλιάσει/να φιλήσει, κάποιον με τον οποίο δεν νιώθει άνετα, όσο κι αν δεν είναι αυτό αποδεκτό κοινωνικά.

Μόλις αναδομήσουμε την έννοια του λάθους, σημαντικό είναι να δώσουμε λίγο έμφαση στις δικές μας πεποιθήσεις και προσδοκίες, σχετικά με την συμπεριφορά του παιδιού. Αναμένουμε ένα παιδί να είναι κοινωνικό; Ένα παιδί που θα λαμβάνει από όλους συγχαρητήρια για την επίδοσή του ή τους τρόπους του, αλλά θα είναι δυστυχισμένο; Ή μήπως προτιμούμε ένα παιδί το οποίο θα σέβεται τόσο τον εαυτό του όσο και τους άλλους και θα θέτει όρια, πολλές φορές με μη αποδεκτό τρόπο;

Φυσικά και δεν θα επικροτήσουμε συμπεριφορές οι οποίες μειώνουν, υποτιμούν ή βλάπτουν κανέναν, αλλά είναι σημαντικό να μην εστιάζουμε στο αποτέλεσμα κατακρίνοντας την συμπεριφορά, αλλά δίνοντας χώρο στο να εκφραστούν συναισθήματα. Είναι σημαντικό για τα παιδία να προσαρμόζουν την συμπεριφορά τους στα όρια που έχουν θέσει οι γονείς τους και η κοινωνία, αλλά χωρίς να παραμελούμε τα συναισθήματά τους.

Πρωταρχικός στόχος των παραπάνω είναι να μπορέσει το παιδί να διεκδικεί τις ανάγκες του με πιο λειτουργικό τρόπο και να εκφράζεται, έχοντας την πεποίθηση ότι το περιβάλλον το ακούει και το σέβεται. Με αυτόν τον τρόπο το παιδί αισθάνεται δυνατό να ανοίξει τα φτερά του και να κατακτήσει στόχους, να διαχειρίζεται καλύτερα την ματαίωση, να μειώσει την αυτοκριτική και την αυτοτιμωρία του, και τέλος να μην νιώθει ένοχο.

Η ενοχή είναι το συναίσθημα που προκύπτει όταν η ταμπέλα του καλού παιδιού έχει καρφωθεί για τα καλά στον τοίχο της αυτοπεποίθησής μας, καθώς το άτομο εισπράττει αξία και ικανοποίηση μόνον όταν ικανοποιεί τους άλλους. Είναι το συναίσθημα που συχνά μας κάνει να θέτουμε τον εαυτό μας σε δεύτερη μοίρα, το συναίσθημα που μας οδηγεί στην υπερπροσπάθεια, άρα και το άγχος της αποτυχίας, ή την ισχυρή πεποίθηση πως η αποτυχία συνδέεται με την απογοήτευση των άλλων, συνεπώς και μείωση της αυτοπεποίθησης και της αυτοεκτίμησης μας.

Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως είναι ανεπίτρεπτο για το «καλό παιδί» να απογοητεύει τους άλλους.

Την επόμενη φορά, λοιπόν που ακούσια, λόγω συνήθειας, θα αποκαλέσουμε ένα παιδί «καλό παιδί», ας διευκρινίσουμε τι ακριβώς έκανε και ήταν αποδεκτό. Για παράδειγμα, αντί να πούμε «η Μαρία που είναι καλή μαθήτρια και καλό παιδί», ας ενισχύσουμε τις αξίες αυτές που θα της είναι χρησιμότερες, λέγοντας «Η Μαρία που είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της, που είναι ευγενική και σέβεται τους συμμαθητές της, που είναι ειλικρινής και φιλότιμη», αλλά στο πίσω μέρος του μυαλού μας να λέμε «η Μαρία που είναι άνθρωπος και μπορεί να κάνει λάθη ή επιλογές που δεν εγκρίνω, αλλά παρόλα αυτά τις σέβομαι».

Χαριτίνη Κυρλάκη- Παιδοψυχολόγος

Κέντρο Συμβουλευτικής και Ψυχοθεραπείας – InterNus.