FOMO στην Εφηβεία: Η Ψευδαίσθηση της Ψηφιακής Σύνδεσης και η Δυναμική της Οικογένειας

Στη σύγχρονη εφηβεία, η παρουσία στα κοινωνικά δίκτυα δεν αποτελεί απλώς μια μορφή διασκέδασης ή επικοινωνίας. Αντίθετα δείχνει να έχει μετατραπεί σε έναν καθοριστικό μηχανισμό συγκρότησης της ταυτότητας. Ο έφηβος δεν «παίζει» απλώς με την ταυτότητα του, αλλά την αναζητά απεγνωσμένα μέσα από την προβολή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το φαινόμενο του FOMO, δηλαδή του «φόβου μήπως χάσω κάτι σημαντικό», αναδύεται για μια μεγάλη μερίδα του εφηβικού πληθυσμού ως μια βαθιά υπαρξιακή αγωνία: η αίσθηση ότι εάν δεν συμμετέχω, εάν δεν είμαι εκεί που «όλοι είναι», ίσως και να μην υπάρχω.

Ο όρος FOMO (Fear of Missing Out) περιγράφει την ανησυχία ότι άλλοι άνθρωποι ζουν εμπειρίες στις οποίες εμείς δεν συμμετέχουμε. Το συναίσθημα αυτό εντείνεται στην εφηβεία, μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από ρευστότητα σε επίπεδο ταυτότητας, ευάλωτης εικόνας εαυτού και έντονης ανάγκης για αποδοχή από τους συνομηλίκους. Η/Ο έφηβη/ος που βλέπει στα κοινωνικά μέσα εικόνες από φίλους του που διασκεδάζουν χωρίς αυτόν, βιώνει όχι μόνο αποκλεισμό, αλλά και μια υπαρξιακή αναστάτωση: σαν να μην είναι αρκετός, σαν να είναι αόρατος. Σε αυτό το στάδιο ζωής, όπου η αποδοχή είναι ταυτισμένη με την αυτοαξία, το «δεν με κάλεσαν» μεταφράζεται εύκολα σε «δεν αξίζω».

Πλατφόρμες όπως το Instagram ή το TikTok ενισχύουν ακριβώς αυτή την ψευδαίσθηση. Η συνεχής προβολή επιμελημένων στιγμών ευτυχίας, επιτυχίας, κοινωνικότητας και αισθητικής τελειότητας δημιουργεί ένα «παραμορφωτικό» καθρέφτη, όπου ο καθένας καλείται να συγκρίνει την πραγματική του ζωή με τις πιο φωτεινές εκδοχές των άλλων. Η σύγκριση αυτή, όσο και αν είναι ασυνείδητη, παράγει συναισθήματα μειονεξίας, ντροπής και συναισθηματικής μοναξιάς. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο όσα χάνει κανείς, αλλά η ιδέα πως η ζωή του είναι ανεπαρκής επειδή δεν είναι «αρκετά ενδιαφέρουσα» για να αναρτηθεί, να λάβει likes, να δειχθεί. Έτσι, η εσωτερική εμπειρία υποτιμάται. Η αυθεντικότητα επισκιάζεται από την ανάγκη της επιβεβαίωσης. Η ίδια η πραγματικότητα υποχωρεί μπροστά στην επιμελημένη εικονική της εκδοχή.

Η ψυχολογική διάσταση του FOMO δεν περιορίζεται στο άτομο, καθώς δεν αφορά ένα μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά μια αντανάκλαση των σχέσεων μέσα στις οποίες ζει το άτομο. Το συναίσθημα ότι «μένω έξω» δεν γεννιέται στα κοινωνικά δίκτυα – ενισχύεται εκεί, αλλά διαμορφώνεται πρωτίστως μέσα στις οικογενειακές και σχολικές σχέσεις. Η οικογένεια, ως βασική μήτρα κοινωνικοποίησης, αποτελεί τον πρώτο καθρέφτη μέσα στον οποίο το παιδί μαθαίνει ποιος είναι, αν αξίζει, αν έχει θέση και σημασία. Όταν αυτός ο καθρέφτης είναι ασαφής, ασταθής ή επικριτικός, ο έφηβος στρέφεται αλλού για αναγνώριση.

Σε οικογένειες όπου τα όρια είναι συγκεχυμένα ή τα συναισθήματα δεν εκφράζονται με ασφάλεια, ο νέος δεν μαθαίνει να συνδέεται ουσιαστικά. Αντιθέτως, συχνά αισθάνεται πως πρέπει να αποδείξει την αξία του μέσα από την απόδοση, την επίτευξη ή την εικόνα. Το μήνυμα που εισπράττει –έστω και σιωπηλά– είναι πως «για να αξίζω, πρέπει να με βλέπουν, να με θαυμάζουν, να με εγκρίνουν». Σε ένα τέτοιο οικογενειακό περιβάλλον, η συναισθηματική απουσία ή η υπερβολική κριτική λειτουργούν σαν υπόστρωμα για να ανθίσει το FOMO. Δεν πρόκειται λοιπόν απλώς για άγχος που προκαλείται από το κινητό, αλλά για ένα διάχυτο συναίσθημα αγωνίας  που αναζητάει και κατά στιγμές βρίσκει καταφύγιο στο ψηφιακό βλέμμα των άλλων.

Η απάντηση σε αυτή τη δυναμική δεν μπορεί να είναι η απλή απαγόρευση της τεχνολογίας. Αντιθέτως, χρειάζεται η οικογένεια να λειτουργήσει ως περιβάλλον αυθεντικής αποδοχής και ασφάλειας. Να γίνει δηλαδή αυτό που το κοινωνικό δίκτυο δεν μπορεί να είναι: ένα μέρος όπου ο έφηβος νιώθει ότι ανήκει, ακόμα και όταν δεν είναι «τέλειος» ή «εντυπωσιακός». Ο γονιός καλείται να προσφέρει χώρο για αυθεντική συνάντηση: να αναγνωρίσει τις αγωνίες του παιδιού του, να τις ακούσει χωρίς διάψευση ή υποτίμηση, να επιβεβαιώσει την αξία του πέρα από την επιτυχία ή την εικόνα του.

Η δημιουργία κοινών στιγμών χωρίς τεχνολογία δεν χρειάζεται να γίνει ως τιμωρία, αλλά ως ευκαιρία. Μια οικογενειακή τελετουργία, ένα δείπνο χωρίς κινητά, μια εκδρομή χωρίς stories, είναι μορφές αντιπρότασης που δείχνουν στον έφηβο ότι η ζωή έχει νόημα και χωρίς ψηφιακή επιβεβαίωση. Ότι υπάρχουν σχέσεις που δεν μετρούνται σε likes αλλά σε σιωπές, βλέμματα και χρόνο.

Το FOMO, τελικά, δεν είναι ένα ακόμα σύμπτωμα της εποχής. Είναι μια έκφραση της βαθύτερης ανθρώπινης ανάγκης για νόημα, σύνδεση και αποδοχή. Στην εφηβεία, αυτή η ανάγκη γίνεται πιο επιτακτική, πιο χειμαρρώδης. Η κοινότητα των social media απαντά σε αυτήν με φίλτρα, likes, reels, «αντιδράσεις» και stories. Η οικογένεια οφείλει να απαντήσει με παρουσία, αναγνώριση και σχέση. Mόνο εκεί άλλωστε το άτομο θα μπορέσει να καταλάβει ότι δεν χρειάζεται να είναι παντού για να αξίζει, αρκεί να νιώθει ότι κάπου, έστω σε έναν άνθρωπο, είναι αληθινά παρόν, χωρίς εκπτώσεις και στρογγυλωμένες γωνίες.

 

Μαίρη Μαθιουδάκη –  Παιδοψυχολόγος

Παιδοψυχολογικό κέντρο Internus