- 02/07/2025
- Posted by: antonis
- Κατηγορία: Ψυχολογία

Το κλάμα αποτελεί μια πανανθρώπινη, μη λεκτική έκφραση ως απάντηση τόσο στον σωματικό πόνο όσο και σε συναισθηματικά ερεθίσματα του ατόμου όπως το πένθος, το άγχος αποχωρισμού, το αίσθημα αβοηθησίας ή αποτυχίας, την ψυχική εξουθένωση, την χαρά και την συγκίνηση. Η έκφραση και η ερμηνεία του κλάματος εξαρτάται τόσο από ατομικούς παράγοντες όπως η προσωπικότητα, το φύλο, η κατάσταση της ψυχικής μας υγείας όσο και από περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως η κουλτούρα, ο τύπος συναισθηματικού δεσμού που έχουμε αναπτύξει κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής με τους γονείς ή τους φροντιστές μας .
Ο τρόπος που γίνεται το κλάμα αντιληπτό από το άτομο αντικατοπτρίζει την ποιότητα των παρελθοντικών εμπειριών που έχουν αντίκτυπο στην ψυχολογική κατάσταση του ατόμου στο σήμερα. Η αντίληψη ότι το κλάμα αποτελεί ένδειξη αδυναμίας, μπορεί να εκφράζει τον αμυντικό ρόλο του ατόμου απέναντι στη δυσκολία ρύθμισης του συναισθήματος του. Τόσο το υπερβολικό κλάμα όσο και η ανικανότητα του ατόμου να εκφράσει το κλάμα μπορεί να αυξήσει την ψυχολογική δυσφορία και να εξασθενήσει τους λειτουργικούς τρόπους επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης.
Το κλάμα θεωρείται μια υγιής συναισθηματική απελευθέρωση, η οποία είναι ουσιαστική στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας ως ένδειξη δέσμευσης και ενεργής συμμετοχής του θεραπευόμενου στη θεραπεία. Υπογραμμίζοντας την αξία της συναισθηματικής έκφρασης, το κλάμα χαρακτηρίζεται ως μια εμπειρία λύτρωσης του ατόμου μέσα από την οποία εκτονώνεται η ψυχολογική του ένταση. Στόχος της ψυχοθεραπείας είναι η δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος μέσα στο οποίο το κλάμα αποκτά αξία, φυσιολογικοποιείται και γίνεται αποδεκτό. Η ευαλωτότητα δεν επικρίνεται αλλά αναδύει πολύτιμες πληροφορίες ώστε να αποκτήσει ο θεραπευόμενος βαθύτερη γνώση των βιωμάτων του και της προσωπικότητας του.
Μεταξύ των πολλών ψυχοθεραπευτικών μοντέλων, η Γνωστική Συμπεριφορική ψυχοθεραπεία (CBT) προσεγγίζει το κλάμα ως μια συμπεριφορά που είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο το άτομο αξιολογεί την συναισθηματική του κατάσταση. Ειδικότερα ,εστιάζει στις σκέψεις και τα συναισθήματα του θεραπευόμενου πριν, κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά το κλάμα του. Ο εντοπισμός και η τροποποίηση των δυσλειτουργικών προτύπων σκέψης που ευθύνονται για την συναισθηματική του δυσφορία αλλά και η ανάδειξη των θετικών μοτίβων σκέψης θεωρείται ιδιαίτερα ευεργετική. Η ανοιχτή συζήτηση γύρω από το κλάμα αλλά και η στάση του θεραπευτή που συνοδεύεται από αμεσότητα, εγγύτητα και επικύρωση μπορούν να ενισχύσουν τη θεραπευτική διαδικασία. Ο θεραπευόμενος αισθάνεται ολοκληρωμένος όταν ο θεραπευτής μπορεί να αντέξει και να ανταπεξέλθει επαρκώς στο κλάμα του. Τα δάκρυα, πέρα από τη βιολογική ανακουφιστική τους δράση, όταν συνοδεύονται από αυθεντικότητα και ειλικρίνεια μπορούν να προάγουν τη σύνδεση και την επικοινωνία μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου.
Σάββενα Ιουλία – Ψυχολόγος
ΜSc Eφαρμοσμένης Κλινικής Ψυχολογίας