Φράσεις που «απαγορεύεται» να λέμε στα παιδιά

Πολύ συχνά θα παρατηρήσουμε τον εαυτό μας να βγαίνει εκτός ελέγχου, όταν κάτι απρόοπτο εγείρει απότομα το συναίσθημά μας. Είτε πρόκειται για συναισθήματα θυμού, φόβου ή απογοήτευσης, οι γονείς συχνά προσπαθούν να ελέγξουν την συμπεριφορά του παιδιού με δυσ­λειτουργικό τρόπο. Παρακάτω παρατίθενται μερικές φράσεις που συχνά ακούμε από γονείς, όμως φαίνεται να απορρίπτουν ή να πιέζουν συναισθηματικά τα παιδιά:

 

Είσαι κακό παιδί

Μια φράση που συνήθως βγαίνει ακούσια από το στόμα των γονέων, ειδικά όταν μιλάμε για παιδιά προσχολικής ηλικίας. Φυσικά, είναι ένας τρόπος να δώσουμε στο παιδί το μήνυμα ότι κάτι από αυτά που έκανε μας έχει θυμώσει, αλλά αυτό που αξίζει να σκεφτούμε είναι το εξής: Το παιδί είναι κακό ή η συμπεριφορά του; είναι  άξια δηλαδή μια συμπεριφορά του παιδιού να απορρίψει την ταμπέλα «του καλού” παιδιού, που τό­σο πολύ κόπιασε να κατακτήσει; Μάλιστα όταν μιλάμε για μικρές ηλικίες, τότε τα παιδιά δυσκολεύονται πολύ να προσδιορίσουν την έννοια του καλού και του κακού. Συνεπώς το να το χαρακτηρίζουμε έτσι όχι μόνο το πιέζει συναισθηματικά, αλλά το μπερδεύει κιόλας, αφού δεν αναγνωρίζει με ποιες συμπεριφορές είναι καλό παιδί, και με ποιες κακό. Μια εναλλακτική φράση, που ηχεί καλύτερα στα αφτιά των παιδιών και είναι πιο ξεκάθαρη, είναι η εξής:

Ξέρω ότι είσαι καλός, όμως αυτό που έκανες είναι κακό, σε παρακαλώ να μην το ξανακάνεις.

 

Σταμάτα να κλαις, μου έχεις πάρει τα αφτιά

Το να έχεις μια «μικρή σειρήνα» δίπλα στο κεφάλι σου σίγουρα δεν είναι και το πιο ευχάριστο πράγμα στον κόσμο. Παρόλα αυτά δεν πρέπει να αγνοήσουμε πως κανένας δεν κλαίει χωρίς λόγο. Το παιδί κλαίει διότι τις περισσότερες φορές έχει μια ανεκπλήρωτη ανάγκη την οποία είτε δεν μπορεί να εκφράσει, είτε δεν ξέρει πώς να το κάνει. Το να ζητάμε να σταματήσει να κλαίει ενώ δεν έχουμε εκπληρώσει την ανάγκη του, θα του δημιουργήσει συναισθήματα ανασφάλειας προς τους γονείς, διότι «αφού δεν μου καλύπτουν τις ανάγκες μου δεν είναι άξιοι της εμπιστοσύνης μου». Συνεπώς αυτό που πρέπει να κάνουν οι γονείς, είναι να δείξουν ενδιαφέρον στο παιδί καθησυχάζοντας το (εάν δεν έχει κατακτήσει ακόμα την γλώσσα) ή συζητώντας μαζί του:

καταλαβαίνω πως είσαι τρομαγμένος, θέλεις να μιλήσουμε γι’ αυτό; πώς νιώ­θεις;

 

Κάτσε να το κάνω εγώ να τελειώνουμε

Λόγω της δυσκολίας των παιδιών να ολοκληρώσουν κάποιες διαδικασίες, όπως τα μαθήματά τους, το ντύσιμό τους ή το μάζεμα του δωματίου τους, συχνά οι γονείς, προκειμένου να γλιτώσουν χρόνο, οδηγούνται στο να «βοηθούν» το παιδί τους τόσο, ώστε τελικά να ολοκληρώνουν εκείνοι την δραστηριότητα, διότι ειδάλλως «θα ξημερώσουμε!” Είναι λογικό από την πλευρά των γονιών εάν το παιδί αργεί υπερβολικά να ντυθεί ή να διαβάσει, να θυμώνουν. Για παράδειγμα εάν το παιδί προσπαθεί να ντυθεί για 15′ και ξέρουμε ότι σε 5’ πρέπει να είναι σχολείο, είναι λογικό αυτή η πίεση του χρόνου να τους δημιουργήσει νευρικότητα. Αξίζει να σκεφτούμε, όμως, αν κάθε πρωί οι γονείς ντύνουν το μικρό τους (για να προλάβουν το σχολείο), εντέλει το παιδί θα μάθει ποτέ να ντύνεται μόνο του; Η απάντηση είναι όχι. Όχι μόνο επειδή δεν θα έχει την τριβή που χρειάζεται για να κατακτήσει την δεξιότητα, αλλά επειδή το παιδί θα λάβει το μήνυμα πως μπορεί να «γλιτώσει» από την υποχρέωση να ντυθεί αν δείξει πώς δυσκολεύεται, και πως αυτή του την ευθύνη θα την καλύψουν οι γονείς. Συνεπώς με το να ολοκληρώνουν οι γονείς τις υποχρεώσεις των παιδιών, όχι μόνο δεν τα βοηθούν, αλλά δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο που ενισχύει το σύμπτωμα και μειώνει τις δεξιότητες ανάληψης ευθύνης των παιδιών. Αντ’ αυτού, λοιπόν, οι γονείς προτείνεται να δίνουν αρκετό χρόνο στην εξάσκηση του παιδιού και μέσω της τριβής, το παιδί σιγά-σιγά θα χρειάζεται λιγότερο χρόνο να ολοκληρώσει την δραστηριότητα. Κάτι που επίσης δεν θα πρέπει να ξεχνούν οι γονείς, είναι να επιβραβεύουν το παιδί για κάθε μικρή επιτυχία του, η οποία το φέρνει πιο κοντά στον πολυπόθητο στόχο!

 

Τώρα μιλάμε οι μεγάλοι εσύ μην μιλάς

Κάτι επίσης πολύ εκνευριστικό για τους ενήλικες, είναι να διακόπτουν τις συζητήσεις τους οι μικροί μας φίλοι, οι οποίοι συνήθως εστιάζουν σε μία λέξη ή φράση από την συζήτηση των μεγάλων, και αρχίζουν να σχολιάζουν συνειρμικά ό, τι σκέπτονται, ακόμα κι αν δεν έχει σχέση με το θέμα της αρχικής συζήτησης. Το φαινόμενο αυτό συνήθως αποσυντονί­ζει τους ενήλικες, «χαλάει «την κουβέντα τους, με αποτέλεσμα εκείνοι να νιώθουν θυμό, διότι δεν εκπλη­ρώνονται οι ανάγκες τους για κοινωνικοποίηση. Από την άλλη πλευρά, το φαινόμενο αυτό αντικατοπτρίζει την ανάγκη των παιδιών να κοινωνικοποιηθούν, να συμμετέχουν σε συζητήσεις, να γίνουν αποδεκτά. Για να το επιτύχουν αυτό, τα παιδιά μιμούνται τα πιο οικεία τους πρόσωπα: τους γονείς ή τα αδέλφια τους. Συνεπώς είναι αναπτυξιακά ορθό κι αναμενόμενο για ένα παιδί να εντάσσεται σε τέτοιες συζητήσεις. Οι γονείς λοιπόν, θα πρέπει να εκμεταλλευτούν το αναπτυξιακό αυτό στάδιο, με το να διδάξουν στα παιδιά τους, τους κανόνες που διέπουν μια συζήτηση, όπως για παράδειγμα το να μην διακόπτουμε τον συνομιλητή μας, και ούτω καθεξής. Συνεπώς, αντί να θυμώνουμε και να διώχνουμε τα παιδιά σε αυτές τις περιπτώσεις, μπορούμε να τους διδάξ­ουμε πώς δεν θα θυμώσουν τον συνομιλητή τους, ώστε να μην χρειαστεί να «εκδιωχθούν «από την συζήτηση.

 

Πρόσεχε μην χτυπήσεις / μην χάσεις τα κλειδιά / μην σε πατήσει κανένα αυτοκίνητο κλπ

Από την στιγμή που τα παιδιά ξεκινούν να περπατούν, οι ανασφάλειες των γονέων αυξάνονται. Το φαινόμενο αυτό όλο και χειροτερεύει, αφού τα παιδιά δεν έχουν αυξημένο το συναίσθημα του φόβου, και δεν είναι υποψιασμένοι για τους κινδύνους που υπάρχουν εκεί έξω. Η ανησυχία των γονιών λοιπόν είναι ρεαλιστική, ειδικά όταν τα παιδιά έχουν αυξημένη παρορμητικότητα και γενικά φέρονται απρόσεκτα. Παρόλα αυτά, το να εκφράζουμε συνεχώς στα παιδιά την ανησυχία μας γι’ αυτά όχι μόνο τους δημιουργεί άγχος, καθώς είναι μόνιμα σε αμυντική στάση, περιμένοντας τους κινδύνους που αναμένουν οι γονείς, αφετέρου τους μεταφέρουμε το μήνυμα πως δεν τα εμπιστευόμαστε, γι’ αυτό κι ανησυχούμε τόσο. Το σημαντικό μήνυμα που πρέπει να μεταδώσουμε, λαμβάνοντας υπόψη την ανησυχία των γονέων για ενδεχόμενους κινδύνους, είναι να αξιολογήσουμε αντικειμενικά τις ανησυχίες τους. Έπειτα θα πρέπει να σκεφτούμε, σχετικά με τις ανησυχίες υψηλής επικινδυνότητας, αναφορικά με το να προειδοποιήσουμε τα παιδιά όχι για τους κινδύνους που καραδοκούν εκεί έξω, αλλά για το πώς τα παιδιά θα αντιμετωπίσουν την κατάσταση, εάν αυτό για το οποίο ανησυχούν οι γονείς, είναι ρεαλιστικό. Το επόμενο βήμα είναι οι γονείς να αντιληφθούν κάτι που τους φοβίζει να το αποδεχθούν: ότι, δυστυχώς, δεν μπορούν να προστατέψουν τα παιδιά τους από κάθε κίνδυνο, ή από κάθε λάθος. Επομένως, για οτιδήποτε που δεν απειλεί σοβαρά την σωματική ακεραιότητα του παιδιού, οι γονείς θα πρέπει να αφήσουν τα παιδιά να πειραμα­τιστούν και να δεχθούν τις φυσικές συνέπειες των πράξεων τους. Για παράδειγμα, αντί να τα προειδοποιή­σουμε να μην τρέχει στην βροχή, μπορούμε να το αφήσουμε να βραχεί, προκειμένου να μάθει πως αν τρέχει στην βροχή, θα βρέξει τα ρούχα του και θα επιστρέψει σπίτι νωρίτερα. Συνοψίζοντας, οι γονείς πρέπει να μεταδίδουν τις ανησυχίες τους με τρόπο που δεν κρίνει, δεν τρομοκρατεί και δεν μειώνει την αυτοαξία των παιδιών.

 

  Χαριτίνη Κυρλάκη-Παιδοψυχολόγος

Κέντρα Συμβουλευτικής & Ψυχοθεραπείας – Internus

Καργάκης Εμμανουήλ και Συνεργάτες

.