Η Δύναμη της Ατελούς Γονεϊκότητας

Η ερώτηση «Μήπως είμαι κακός γονιός;», είναι σχεδόν καθημερινά παρούσα στο μυαλό πολλών γονέων και συχνά επηρεάζει την αυτοεκτίμηση τους. Η γονεϊκότητα δεν είναι απλώς μια φυσική διαδικασία, αλλά μια πολυδιάστατη εμπειρία που ενέχει αμφιβολίες, αβεβαιότητες και συχνά υπερβολικές προσδοκίες. Οι καθημερινές απαιτήσεις της ζωής, η ανάγκη για εξισορρόπηση επαγγελματικών και προσωπικών υποχρεώσεων, καθώς και η επιθυμία να προσφερθούν τα καλύτερα δυνατά πλαίσια ανατροφής στα παιδιά τους, γεννούν συχνά έντονες ανησυχίες και ενοχές. Οι γονείς αναρωτιούνται συνεχώς αν προσφέρουν το σωστό περιβάλλον για αυτά. Η αμφιβολία αυτή πηγάζει από την ειλικρινή επιθυμία των γονέων να καλύψουν τις ανάγκες των παιδιών τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, και είναι φυσικό να ανησυχούν για την ευημερία τους, καθώς και για την παροχή σωστών προτύπων φροντίδας, αγάπης και καθοδήγησης. Παρ’ όλα αυτά, η συνεχής αυτή ανησυχία μπορεί να προκαλέσει υπερβολική αυτοκριτική, η οποία ενδέχεται να αποδυναμώσει την αυτοεκτίμηση των γονέων και να οδηγήσει σε ένα συνεχές αίσθημα ανεπάρκειας.

Η γονεϊκότητα δεν ακολουθεί αυστηρούς κανόνες και οδηγίες, αλλά μια δυναμική διαδικασία προσαρμογής και εξέλιξης, κατά την οποία οι γονείς αναλαμβάνουν νέους ρόλους και προσαρμόζονται σε νέες συνθήκες. Πρόκειται για μια διαρκή μάθηση, που απαιτεί εσωτερική αποδοχή και αναγνώριση των αδυναμιών τους, ενώ ταυτόχρονα καλούνται να προσαρμοστούν στις ανάγκες του παιδιού τους και στις κοινωνικές πιέσεις που σχετίζονται με τις προσδοκίες για «καλή» γονεϊκότητα. Αντί να εστιάσουμε λοιπόν, σε έναν αυστηρό διαχωρισμό του τι καθιστά έναν γονιό καλό ή κακό, είναι πιο χρήσιμο να αποδεχτούμε ότι η γονεϊκότητα είναι μια συνεχής διαδικασία μάθησης και εξέλιξης. Οι γονείς δεν είναι υποχρεωμένοι να είναι τέλειοι, είναι όμως σημαντικό να αναγνωρίζουν τις αδυναμίες τους και να προσπαθούν να τις βελτιώσουν.

Η πραγματική αξία έγκειται στην ειλικρίνεια, στην ικανότητα να αναγνωρίζεις τα λάθη τους, στην πρόθεση για συνεχιζόμενη βελτίωση, καθώς και στη διαρκή προσπάθεια να είναι εκεί για τα παιδιά τους, να τα αγαπάνε και να τα υποστηρίζουν όσο καλύτερα μπορούν. Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν και οι ανάγκες τους εξελίσσονται, οι γονείς καλούνται να προσαρμόσουν τη γονεϊκή τους προσέγγιση, αναγνωρίζοντας τη σημασία της ανανέωσης και της προσαρμογής στις εκάστοτε φάσεις της ζωής του παιδιού τους. Στην καρδιά της γονεϊκότητας βρίσκεται η επικοινωνία. Η ικανότητα του γονέα να ακούει το παιδί του, να κατανοεί τις ανάγκες του και να μοιράζεται ανοιχτά τα συναισθήματά του είναι θεμελιώδης για τη δημιουργία μιας υγιούς και ισχυρής σχέσης. Όταν οι γονείς είναι πρόθυμοι να ακούσουν το παιδί τους, να ανταποκριθούν στις ανάγκες του και να συνεργαστούν μαζί τους για την επίλυση δυσκολιών, αποδεικνύουν ότι νοιάζονται και ότι θέλουν να προσφέρουν το καλύτερο δυνατό για την ευημερία του παιδιού τους. Επιπλέον, η ανοιχτή και ειλικρινής επικοινωνία ενισχύει την συναισθηματική σύνδεση μεταξύ γονέων και παιδιών. Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε οικογένειες όπου η επικοινωνία είναι ανοιχτή και θετική, τείνουν να αναπτύσσουν υψηλότερη αυτοεκτίμηση και καλύτερες κοινωνικές δεξιότητες, γεγονός που τα βοηθά να προσαρμοστούν ευκολότερα στις προκλήσεις της ζωής.

Η γονεϊκότητα είναι μια διαρκής πορεία μάθησης, προσαρμογής και εξέλιξης. Κάθε γονιός, με τις δικές του αξίες, ανησυχίες και προσδοκίες, ακολουθεί έναν μοναδικό δρόμο, επηρεάζοντας την ανάπτυξη του παιδιού του και διαμορφώνοντας τη σχέση τους. Δεν υπάρχει μια μοναδική «σωστή» ή «λάθος» προσέγγιση στην ανατροφή των παιδιών. Κάθε οικογένεια είναι διαφορετική και έχει τις δικές της ανάγκες και χαρακτηριστικά.

Η πραγματική αξία της γονεϊκότητας δεν βρίσκεται στην τελειότητα, αλλά στην αυθεντικότητα, την ανιδιοτελή αγάπη και τη συνεχιζόμενη προσπάθεια για βελτίωση. Κάθε γονιός προσφέρει κάτι μοναδικό στην ανατροφή του παιδιού του, και αυτή η συνεχής προσπάθεια είναι που καθορίζει την αληθινή αξία της γονεϊκότητας.

Μεσσαριτάκη Κατερίνα- Παιδοψυχολόγος

Παιδοψυχολογικό κέντρο Internus