Το σύνδρομο της «ψεύτικης ελπίδας»: Όταν οι προσδοκίες για προσωπική αλλαγή δε πραγματοποιούνται.

Ποιος από εμάς δεν έχει προσπαθήσει να αλλάξει κάτι στον εαυτό του; Είτε αυτή η αλλαγή αφορά το βάρος, συνήθειες όπως το κάπνισμα, η αύξηση της σωματικής άσκησης ή ένα καλύτερο εργασιακό περιβάλλον. Όλοι λίγο πολύ κυνηγάμε αυτό το «καλύτερο», προσδοκώντας ότι αυτές οι αλλαγές θα έχουν θετική επίπτωση στη ζωή μας.  Πράγματι, όλες αυτές οι αλλαγές σε ένα «ιδανικό» σενάριο, θα βελτίωναν ορισμένους τομείς της ζωής μας. Ορισμένους τομείς. Και σε ένα ιδανικό σενάριο.

Γιατί ναι μεν υπάρχει η πιθανότητα βάζοντας στόχους στον εαυτό μας να τους πετύχουμε, δυστυχώς όμως αυτές οι πρώτες επιτυχίες είναι συνήθως ακολουθούμενες από «υποτροπές», όταν η πλήξη ή η προσωπική δυσκολία υπονομεύουν τις προσπάθειες. Γιατί λοιπόν οι άνθρωποι επιμένουν να αλλάξουν παρά τις επανειλημμένες αποτυχίες;

Η ανάγκη να γινόμαστε συνεχώς καλύτεροι οδηγεί πολλές φορές στη δημιουργία μη ρεαλιστικών προσδοκιών για τον εαυτό μας. Όταν οι προσδοκίες αυτές δεν ικανοποιούνται, το άτομο νοιώθει απογοητευμένο, αποτυχημένο και παραιτείται από κάθε προσπάθεια αλλαγής. Αυτές οι μη ρεαλιστικές προσδοκίες και αντίστοιχα τα ανέφικτα κριτήρια που θέτονται γι αυτή την επιτυχία ονομάζονται σύνδρομο «ψεύτικης ελπίδας» και στην πραγματικότητα, είναι η αιτία που δεν έρχεται αυτή η αλλαγή. Το σύνδρομο αυτό είναι αποτέλεσμα υπερβολικής αυτοπεποίθησης που  νοιώθει το άτομο τη στιγμή της ζωής του που βάζει αυτούς τους μη ρεαλιστικούς στόχους και έτσι, δεδομένου ότι θέλει να πετύχει πράγματα που δεν ανταποκρίνονται στις ικανότητες του να ματαιώνεται και να απογοητεύεται.

Το σύνδρομο της «ψεύτικης ελπίδας» συναντάται πολύ συχνά σε άτομα με παχυσαρκία αλλά και τις υπόλοιπες διατροφικές διαταραχές (όπως ανορεξία και βουλιμία). Το βάρος, είναι κάτι μετρήσιμο και σχετικά εύπλαστο για τα άτομα επομένως, όταν μιλάμε για αλλαγή είναι ο πιο «εύκολος» στόχος. Όταν ένα άτομο παρόλα αυτά έχει υπερβολικές προσδοκίες ως προς την αλλαγή του σωματικού βάρους και δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτές, είναι πολύ πιθανό να απογοητευτεί και να παραιτηθεί από οποιαδήποτε προσπάθεια για αλλαγή (είτε αυτό είναι να χάσει κιλά είτε να ανακτήσει). Αντίστοιχα, μη ρεαλιστικές προσδοκίες μπορεί να συναντώνται και σε άτομα που έχουν κάποια συναισθηματική διαταραχή, σε συνδυασμό με την ανάγκη για τελειότητα, η οποία οδηγεί σε αυτές.

Πώς μπορεί  λοιπόν να αντιμετωπιστεί  αυτό το σύνδρομο;

  • Πρώτα, θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρος ο λόγος για τον οποίο θέλει να αλλάξει κάποιος. Τι αποσκοπώ από αυτή την αλλαγή, πώς περιμένω να επηρεάσει τη ζωή μου και πώς θα με επηρεάσει σαν άτομο; Τι περιμένω να κερδίσω αν αλλάξω; Τι χάνω;
  • Στη συνέχεια, θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο τι ορίζουμε σαν αλλαγή και πώς αυτή μετράται. Η αλλαγή δεν περιορίζεται χρονικά, δε ξεκινάει μια συγκεκριμένη ημέρα ή σταματά σε μία άλλη. Οι αλλαγές ορίζονται στο τώρα, αν στην καθημερινότητα κάνεις κάτι διαφορετικό από ότι συνήθως και νοιώθεις καλύτερα με αυτή την επιλογή (πχ να διαβάσω 2 σελίδες απ το βιβλίο μου αντί να δω τηλεόραση όπως συνηθίζω να κάνω το μεσημέρι).
  • Επίσης, θα πρέπει οι στόχοι που θέτονται να είναι εφικτοί, ρεαλιστικοί και να ανταποκρίνονται στις ικανότητες του κάθε ατόμου. Όταν στην αλλαγή υπάρχουν μικροί και ρεαλιστικοί στόχοι, το άτομο είναι πιο πιθανό να ανταποκριθεί σε αυτούς, να νοιώσει καλύτερα με τον εαυτό του, να ενισχυθεί η αυτοπεποίθησή του και σιγά σιγά να προχωρήσει σε μεγαλύτερες αλλαγές. Μία καλή τεχνική είναι αυτή της σκάλας: Σκεφτείτε τους στόχους σας ως σκαλοπάτια μιας σκάλας. Το πρώτο σκαλί είναι ο στόχος που αξιολογείται ως τον πιο εύκολο και το τελευταίο ως ο πιο δύσκολος. Ανεβείτε αυτή τη σκάλα με το δικό σας ρυθμό και χρόνο.
  • Τέλος, αν νοιώθετε πώς είναι πολύ δύσκολο για σας το κομμάτι της αλλαγής, καθώς και της διαχείρισης της απογοήτευσης, μη διστάσετε να απευθυνθείτε σε κάποιον ειδικό.

 

Κανάκη Κατερίνα – Ψυχολόγος

Κέντρο συμβ/κης & ψυχ/πείας Internus