Ψυχοσωματικές διαταραχές. Όταν το σώμα ξεσπά .

Η ετυμολογία ακόμα της λέξης φανερώνει μία εξέλιξη του ψυχισμού στο σώμα. Οι λέξεις “ψυχό” και “σώμα” υποδηλώνουν μία πιθανή σχέση αιτίου αιτιατού. Αναφορικά με τον ιατρικό παράγοντα, οι ψυχοσωματικές διαταραχές δεν είναι «Μέσα στο κεφάλι μας» αλλά αποτελούν μία υπαρκτή προσβολή. Δε σχετίζονται με προσποιητές συμπεριφορές ή υπερβολικά συμπτώματα, αλλά με πραγματικά και ανησυχητικά συμπτώματα. Τυγχάνει απλώς να έχουν ψυχολογική προέλευση. Ο ψυχοσωματικός ασθενής αδυνατεί να επεξεργαστεί τις εσωτερικές του συγκρούσεις μέσω της ψυχικής οδού, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται το σώμα ως τρόπος διαχείρισης ή απαλλαγής από τις εντάσεις.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός ανθρώπων επισκέπτεται γιατρό ενώ τελικά αποδεικνύεται ότι τα συμπτώματά τους έχουν έντονο το ψυχοκοινωνικό στοιχείο και μόνο ένα μικρό ποσοστό έχει αμιγώς βιολογική εξήγηση. Ο κύριος λόγος που επισκέπτονται γιατρό είναι γιατί οι άνθρωποι που εκφράζουν με σωματικά συμπτώματα τα συναισθήματά τους, βιώνουν κυρίως σωματικό και όχι ψυχολογικό άγχος. Κάποιες φορές μάλιστα, παρά το γεγονός ότι  οι ψυχολογικοί παράγοντες είναι εμφανείς, οι ασθενείς δυσκολεύονται να τους αναγνωρίσουν. Κάποια πιθανά συμπτώματα είναι ο πόνος σε ποικίλα σημεία του σώματος όπως το στήθος, το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου ή οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες. Το «Chicago Seven» αποτελεί μία λίστα με τις εφτά ψυχοσωματικές ασθένειες που πρέπει αρχικά να λαμβάνει υπόψη ένας ψυχοθεραπευτής. Αναφέρονται οι εξής ως πιο κλασσικές:

  1. Γαστροδωδεκαδακτυλικό έλκος
  2. Αιμορραγική ορθοκολίτιδα
  3. Άσθμα
  4. Αρτηριακή υπέρταση
  5. Ρευματοειδής πολυαρθρίτιδα
  6. Υπερθυρεοειδισμός
  7. Έκζεμα

Μία πιθανή πρόταση θα ήταν ο συνδυασμός της ιατρικής και ψυχολογικής επιστήμης έτσι ώστε κάθε ασθένεια να αντιμετωπίζεται ως συνδυασμός γενετικών, περιβαλλοντικών αλλά και ψυχολογικών, συμπεριφορικών παραγόντων. Στη συνέχεια, κάθε παράγοντας και η σημασία του θα μπορούσε να αξιολογείται ξεχωριστά.

Η σωματοποίηση είναι πιθανό να δρα ως αμυντικός μηχανισμός, κρατώντας στο ασυνείδητο τα δυσάρεστα συναισθήματα, τα οποία συνδέονται με τις εσωτερικές συγκρούσεις.  Είναι πιθανό ακόμα να ακολουθεί ως αποτέλεσμα δυσλειτουργικής εμπειρίας του συναισθήματος, μία κατάσταση γνωστή ως αλεξιθυμία. Η αλεξιθυμία αποτελεί την αδυναμία του ανθρώπου αναφορικά με την αναγνώριση, κατανόηση, περιγραφή και έκφραση των συναισθημάτων του. Η έννοια αυτή, σχετίζεται ακόμα με την έλλειψη συναισθηματικής έκφρασης με μη λεκτική επικοινωνία όπως χειρονομίες και εκφράσεις προσώπου. Ψυχολογικός παράγοντας που επίσης σχετίζεται με τις ψυχοσωματικές διαταραχές αποτελεί η έλλειψη ανεπτυγμένων μηχανισμών συναισθηματικής ρύθμισης, η οποία οδηγεί στην υιοθέτηση μη προσαρμοστικών μηχανισμών όπως είναι η άρνηση, η αποφυγή ή η παρεμπόδιση. Η τελευταία παρατηρείται έντονα σε άτομα που έχουν βιώσει μία τραυματική εμπειρία. Παρεμποδίζονται τα συναισθήματα, τα οποία πυροδοτούνται από αρνητικά συμβάντα ζωής, με αποτέλεσμα να δημιουργείται στρες και να ζημιώνεται η ανοσοποιητική λειτουργία. Οι παραπάνω μηχανισμοί παρά το γεγονός ότι προσφέρουν παροδική ευχαρίστηση, μακροπρόθεσμα μπορεί να αποβούν καταστροφικοί. Όταν η συναισθηματική ανησυχία δεν αποφορτίζεται, συμβάλει στη δημιουργία αρνητικών αποτελεσμάτων υγείας και αυξάνει τις πιθανότητες ασθενείας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μετά την πανδημία Covid-19,  οι ψυχοσωματικές διαταραχές αυξήθηκαν. Αποτέλεσε μία περίοδο έντονων και ξαφνικών αρνητικών συναισθημάτων, τα οποία οι άνθρωποι δε γνώριζαν πώς να διαχειριστούν. Ο τρόπος λοιπόν που θα αντιμετωπίσει το άτομο τα συναισθήματά του σχετικά με ένα αρνητικό συμβάν είναι που έχει σημασία για την κατάσταση της υγείας του και όχι το συμβάν καθεαυτό.

Οι ψυχοσωματικές διαταραχές είναι μία ψυχολογική κατάσταση. Μπορεί να επηρεάσει το άτομο σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος και συνήθως δεν έχει ιατρική εξήγηση. Για να καταφέρουν να νιώσουν καλά τα άτομα που σωματοποιούν τα συναισθήματά τους, χρήζουν βοηθείας αναφορικά με τη βίωση των συναισθημάτων τους. Για να το καταφέρουν αυτό, θα πρέπει να αφήσουν κατά μέρος τις άμυνες και να έρθουν σε επαφή με τα συναισθήματά τους. Η έκφραση αυτών μπορεί επίσης να βελτιώσει την ανοσοποιητική λειτουργία και να μειώσει την αντιδραστικότητα του σώματος. Τέλος, το σώμα των ασθενών που σωματοποιούν αποτελεί τη φωνή των εσωτερικών ψυχικών συγκρούσεων που καλούνται να ακούσουν και να ζητήσουν την απαραίτητη βοήθεια.

 

Λαγκουβάρδου Δέσποινα | Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια

Κέντρο συμβουλευτικής & ψυχοθεραπείας Internus