- 30/05/2024
- Posted by: antonis
- Κατηγορία: Ψυχολογία

Η επιγενετική είναι ένας κλάδος της βιολογίας που μελετά τον τρόπο, με τον οποίο εξωτερικοί παράγοντες, όπως η συμπεριφορά ή το περιβάλλον, δύνανται να προκαλέσουν αλλαγές που επηρεάζουν τον τρόπο λειτουργίας των γονιδίων. Στην πραγματικότητα, η επιγενετική δεν μελετά αλλαγές στην ίδια την αλληλουχία του DNA, αλλά στην γονιδιακή έκφραση, οι οποίες μπορεί να είναι παροδικές ή μακροχρόνιες. Θα βοηθούσε λοιπόν, αν παρομοιάζαμε τον μηχανισμό αυτό με ένα σύστημα «διακοπτών», οι οποίοι μπορούν να ενεργοποιούν ή να απενεργοποιούν διάφορα γονίδια. Με λίγα λόγια, ακόμη κι αν η αλληλουχία του DNA ενός ατόμου παραμένει η ίδια, είναι δυνατό να αλλάξει ο τρόπος, με τον οποίο ο οργανισμός του «διαβάζει» αυτή την αλληλουχία (Aboud, Tupper, & Jialal, 2018). Πώς, όμως, συμβαίνει αυτό;
Οι επιγενετικές αλλαγές καταφέρνουν μέσω διάφορων μηχανισμών να επηρεάσουν την γονιδιακή έκφραση, όπως οι εξής:
- Μεθυλίωση του DNA: ο μηχανισμός αυτός λειτουργεί με την προσθήκη μιας χημικής ομάδας (μεθυλομάδας) στην αλληλουχία του DNA. Τυπικά, η ομάδα αυτή προστίθεται σε συγκεκριμένα σημεία, στα οποία μπλοκάρει τις πρωτεΐνες που προσκολλώνται στο DNA, με σκοπό να «διαβάσουν» το εκάστοτε γονίδιο, καθιστώντας αδύνατη αυτή την “ανάγνωση”. Συνεπώς, μπορούμε να φανταστούμε τον συγκεκριμένο μηχανισμό σαν μία διαδικασία προσθήκης ετικετών στο DNA, οι οποίες “προειδοποιούν” τα κύτταρα να αγνοήσουν συγκεκριμένα γονίδια (Pagiatakis, Musolino, Gornati, Bernardini, & Papait, 2021).
- Τροποποιήσεις Ιστονών: Το DNA τυλίγεται γύρω από συγκεκριμένες πρωτεΐνες, οι οποίες ονομάζονται ιστόνες, με αποτέλεσμα να γίνεται “μη προσβάσιμο” από άλλες πρωτεΐνες, ειδικές στην “ανάγνωση” γονιδίων. Με λίγα λόγια, ορισμένα γονίδια τυλίγονται γύρω από τις ιστόνες και απενεργοποιούνται, ενώ άλλα όχι, με αποτέλεσμα να παραμένουν ενεργοποιημένα (Pagiatakis, Musolino, Gornati, Bernardini, & Papait, 2021).
- Μικρό RNA (miRNA): Πρόκειται για ένα μικρό σε μέγεθος, μη κωδικοποιητικό RNA. Το DNA χρησιμοποιείται ως φύλλο οδηγιών για τη δημιουργία κωδικοποιητικού και μη κωδικοποιητικού RNA. Το κωδικοποιητικό RNA χρησιμοποιείται για την παραγωγή πρωτεϊνών, ενώ το μη κωδικοποιητικό RNA βοηθά στον έλεγχο της γονιδιακής έκφρασης, μέσω της προσκόλλησης στο κωδικοποιητικό RNA, μαζί με ορισμένες πρωτεΐνες, έτσι ώστε να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί πια για την παραγωγή πρωτεϊνών. Με λίγα λόγια, πρόκειται για μικρά μόρια RNA, τα οποία μπορούν να σταματήσουν τη δημιουργία πρωτεϊνών από συγκεκριμένα γονίδια (Aboud, Tupper, & Jialal, 2018).
Ωστόσο, είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι η εμφάνιση των επιγενετικών αλλαγών και κατ’επέκταση ο μηχανισμός λειτουργίας τους, δεν συμβαίνουν τυχαία, ενώ διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο σε πολλές βιολογικές διαδικασίες και έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία και τις ασθένειες. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν αρκετοί παράγοντες, οι οποίοι οδηγούν στην εμφάνισή τους και σχετίζονται με το περιβάλλον και τις καθημερινές συνήθειες ενός ανθρώπου, όπως είναι η διατροφή, το κάπνισμα, το άγχος και η άσκηση (Soylu, 2021). Για παράδειγμα, σε άτομα που έχουν υποστεί κακοποίηση κατά την παιδική ηλικία, είναι πιθανό να εμφανιστούν επιγενετικές αλλαγές σε συγκεκριμένο γονίδιο (NR3C1), οι οποίες μέσω της μεθυλίωσης, μειώνουν την έκφραση αυτού, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η ικανότητα αυτού του ατόμου να ανταποκρίνεται στο στρες αργότερα στη ζωή του (McGowan, et al., 2009).
Επιπλέον, ένας μεγάλος αριθμός ασθενειών, συμπεριφορών και άλλων δεικτών υγείας συνδέονται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό με επιγενετικούς μηχανισμούς, όπως για παράδειγμα διαφορετικοί τύποι καρκίνου, αυτοάνοσων νοσημάτων, νευρολογικών και ψυχικών διαταραχών, ανοσολογικών αντιδράσεων (π.χ. αλλεργιών) κ.α. Με λίγα λόγια, η διατάραξη των προτύπων έκφρασης των γονιδίων, η εμφάνιση δηλαδή επιγενετικών αλλαγών, μπορεί να οδηγήσει στην εκδήλωση αυτοάνοσων νοσημάτων, καρκίνου και άλλων ασθενειών. Ωστόσο, μέσω της μελέτης του μηχανισμού της επιγενετικής, δεν έχει καταστεί δυνατή μόνο η κατανόηση της εμφάνισης ή μη ορισμένων ασθενειών, αλλά και η δημιουργία επιγενετικών θεραπειών για αυτές, με στόχο την αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή τους, αφού οι επιγενετικές αλλαγές, σε αντίθεση με τις γενετικές, είναι αναστρέψιμες (Zhang, Lu, & Chang, 2020). Για παράδειγμα, συγκεκριμένες επιγενετικές θεραπείες χρησιμοποιούνται ήδη σε ορισμένους τύπους καρκίνου (Feinberg, & Tycko, 2004).
Τέλος, γίνεται αντιληπτό ότι ο τομέας της επιγενετικής αποτελεί ένα διαρκώς εξελισσόμενο πεδίο, το οποίο μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τον τρόπο, με τον οποίο τα γονίδια μπορούν να επηρεαστούν από το περιβάλλον ανοίγοντας τον δρόμο για νέες και αντιστοίχως εξελισσόμενες θεραπείες και δίνοντας έμφαση σε διαφορετικές στρατηγικές πρόληψης, τόσο οργανικών, όσο και ψυχικών ασθενειών.
Σιγάλα Δήμητρα , Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια
Internus
Βιβλιογραφία
Al Aboud, N. M., Tupper, C., & Jialal, I. (2018). Genetics, epigenetic mechanism.
Feinberg, A. P., & Tycko, B. (2004). The history of cancer epigenetics. Nature Reviews Cancer, 4(2), 143-153.McGowan, P. O., Sasaki, A., D’alessio, A. C., Dymov, S., Labonté, B., Szyf, M., … & Meaney, M. J. (2009). Epigenetic regulation of the glucocorticoid receptor in human brain associates with childhood abuse. Nature neuroscience, 12(3), 342-348.
Pagiatakis, C., Musolino, E., Gornati, R., Bernardini, G., & Papait, R. (2021). Epigenetics of aging and disease: a brief overview. Aging clinical and experimental research, 33, 737-745.
SOYLU, M. (2021). Epigenetics and Nutrition. Biruni Sağlık ve Eğitim Bilimleri Dergisi, (8), 38-41.
Zhang, L., Lu, Q., & Chang, C. (2020). Epigenetics in health and disease. Epigenetics in allergy and autoimmunity, 3-55.