Η σημασία του παιχνιδιού στην παιδική ηλικία

Το παιχνίδι αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές δραστηριότητες στην αναπτυξιακή πορεία του παιδιού. Αρχίζει αυθόρμητα από τη βρεφική ηλικία και συμβάλλει στην οργάνωση του εαυτού , στη σωματική, γνωστική, ψυχοσυναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού. Μέσα από το παιχνίδι το παιδί έχει την ευκαιρία να δράσει ελεύθερα, να εξερευνήσει τον υλικό κόσμο, να αναπτύξει τη γλωσσική του ικανότητα, να εκφράσει ανάγκες και συναισθήματα και να αισθανθεί ευχαρίστηση. Αποτελεί ευκαιρία για το παιδί να αναπτύξει τις ικανότητές του, να μάθει να κοινωνικοποιείται και να συνεργάζεται. Θεωρείται βασικό στοιχείο για τη θεμελίωση των καλών σχέσεων μεταξύ γονιών και παιδιών και γενικότερα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των διαπροσωπικών σχέσεων. Μέσω του παιχνιδιού επίσης δίνεται η ευκαιρία στο παιδί να εκφράσει την επιθετικότητά του σε ένα οικείο περιβάλλον χωρίς τον κίνδυνο της τιμωρίας.
Ανάλογα με το επίπεδο της γνωστικής και συναισθηματικής ανάπτυξης, το παιδί έχει την ικανότητα να ανταποκρίνεται σε διαφορετικά είδη παιχνιδιού, όπως είναι το κινητικό ή διερευνητικό παιχνίδι, το συμβολικό παιχνίδι και το παιχνίδι κανόνων.
Σημαντικοί θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι παιχνίδι ξεκινάει από τους πρώτους μήνες της ζωής και παρατηρείται στην επικοινωνία μητέρας-βρέφους. Από πολύ νωρίς επιτυγχάνεται μέσω της βλεμματικής επαφής, των εκφράσεων του προσώπου, των κινήσεων και των φωνητικών ανταλλαγών στο πλαίσιο της μητρικής ομιλίας. Έτσι, στο πλαίσιο μιας αμοιβαίας ικανοποιητικής αλληλεπίδρασης, τα βρέφη μπορούν να συμμετάσχουν ενεργά σε παιχνίδι με τη μητέρα όχι μόνο ως αποδέκτες της μητρικής συμπεριφοράς αλλά και ως «καθοδηγητές» της, αντιδρώντας στην ποιότητα της επικοινωνίας. Αυτά τα παιχνίδια επικοινωνίας παρέχουν τη δυνατότητα στο βρέφος να νιώσει ασφαλές και συμβάλλουν στη δημιουργία δεσμού γονέα-βρέφους. Επίσης αυτές οι συμπεριφορές περιέχουν κίνητρα και συναισθήματα που ρυθμίζουν τις επαφές και τις σχέσεις με τους άλλους.
Σύμφωνα με τον J. Piaget, στο στάδιο που παρατηρείται το κινητικό και διερευνητικό παιχνίδι (από τη γέννηση έως την απόκτηση του λόγου), η συμπεριφορά του παιδιού χαρακτηρίζεται από την επιθυμία κίνησης και τη χαρά που του δίνει αυτή και από την επαφή του με τα αντικείμενα. Έτσι λοιπόν, στη αρχή παίζει με το σώμα του (κουνάει χέρια, πόδια κ. τ. λ.) και αποκτά σιγά σιγά τον έλεγχο των κινήσεων του. Στη συνέχεια μαθαίνει να κινείται στο χώρο (να μπουσουλάει) και αποκτά ευχαρίστηση μέσα από αυτό. Όσον αφορά στο παιχνίδι με τα αντικείμενα, παρατηρούνται συμπεριφορές όπου το μωρό πιάνει και βάζει στο στόμα του διάφορα αντικείμενα, πετάει κάτω ένα παιχνίδι και ο γονέας του το επιστρέφει, χτυπάει κάτι κ. τ. λ. Στη φάση αυτή, αυτός ο τρόπος παιχνιδιού προσφέρει στο παιδί τη δυνατότητα να μαθαίνει να συντονίζει τις κινήσεις του αλλά και να διερευνά τις ιδιότητες των αντικειμένων (σχήμα, βάρος, υφή κ. τ. λ.).
Στο στάδιο που παρατηρείται το συμβολικό παιχνίδι (από την απόκτηση του λόγου έως τα 6 με 7 χρόνια), τα παιδιά χρησιμοποιούν αντικείμενα όχι μόνο με τη συμβατική τους χρήση αλλά και συμβολικά, προσαρμόζοντάς τα στις ιδέες και τις ανάγκες τους. Για παράδειγμα, ένα χαρτόκουτο μπορεί να γίνει σπίτι, ένα μολύβι να γίνει κατσαβίδι κ.α. Στο στάδιο αυτό εξαιρετικά σημαντικός φαίνεται να είναι η συμπεριφορά της μίμησης. Δηλαδή, τα παιδιά κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, μπορεί να μιμούνται πως μιλάει ο μπαμπάς ή πως τρώει η μαμά . Χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι επίσης και η υπόδηση ρόλων. Για παράδειγμα μπορεί ένα κορίτσι να αποκτά το ρόλο της μαμάς ταΐζοντας την κούκλα της ή ένα αγόρι το ρόλου του γιατρού χρησιμοποιώντας ένα παιχνίδι-στηθοσκόπιο επάνω στον αγαπημένο του αρκούδο. Το συμβολικό παιχνίδι ικανοποιεί συναισθηματικές και νοητικές ανάγκες και είναι καθοριστικό για την κοινωνικοποίηση των παιδιών. Τα παιδιά μπορούν να εκφράσουν συναισθήματα και επιθυμίες και να δοκιμάσουν ρόλους της καθημερινής ζωής.
Στην ηλικία των 6 με 7 ετών, τα παιχνίδια αρχίζουν να αποκτούν συγκεκριμένη δομή , οργάνωση και οριοθετημένους κανόνες οι οποίοι πρέπει να γίνονται αποδεκτοί και να τηρούνται από τους συμμετέχοντες (παιχνίδια όπως το κρυφτό κ.α.). Αυτού του είδους τα παιχνίδια θα μπορούσαν να οριστούν ως μια προετοιμασία για τη ζωή, αποτελώντας μοντέλα της κοινωνικής οργάνωσης. Τα παιχνίδια αυτά είναι μια πρώιμη μορφή των κοινωνικών θεσμών γιατί παραμένουν τα ίδια όπως παραδίνονται από γενιά σε γενιά. Παρέχουν μια υπάρχουσα δομή κανόνων για τον τρόπο που πρέπει να συμπεριφέρονται τα παιδιά σε συγκεκριμένες κοινωνικές περιστάσεις. Έτσι τα παιδιά μαθαίνουν να διαχειρίζονται τις επιθυμίες και τη συμπεριφορά τους σε ένα κοινωνικά προσυμφωνημένο σύστημα.
Έτσι λοιπόν μέσα από το παιχνίδι το παιδί:
-Εξερευνά τον εαυτό του και τις ικανότητές του,
-Διερευνά τον πραγματικό κόσμο και τα χαρακτηριστικά του,
-Εμπλουτίζει τις γνώσεις του,
-Αποκτά υπευθυνότητα και δεξιότητες συνεργασίας,
-Οικοδομεί αξίες της κοινωνικής ζωής,
-Αποκτά την ικανότητα επιμονής σε μια δραστηριότητα,
-Μαθαίνει να αναγνωρίζει και να κατανοεί τις πράξεις και τα συναισθήματα των άλλων,
-Συνειδητοποιεί τη σημασία αλλά και την αποτελεσματικότητα της συλλογικής προσπάθειας,
-Μαθαίνει πώς να συμπεριφέρεται σε συγκεκριμένες κοινωνικές καταστάσεις κ.α.
Το παιχνίδι μπορεί να γίνει το σημείο επαφής από όπου θα ξεκινήσει η κατανόηση και η επικοινωνία μεταξύ γονέων και παιδιών. Η κατάκτηση αυτή της σχέσης κατανόησης θα αποτελέσει τη βάση για την επικοινωνία στις μετέπειτα ηλικιακές φάσεις (π.χ. εφηβεία).
Έτσι, τα παιδιά παρόλο που μπορούν και παίζουν μόνα τους, έχουν ανάγκη από την παρέα των γονιών ή κάποιου άλλου ατόμου ως συντρόφου στο παιχνίδι τους. Εξάλλου το παιχνίδι δεν αποτελεί πηγή ευχαρίστησης μόνο για τα παιδιά αλλά και για τους γονείς. Ρόλος των γονιών είναι να διαμορφώνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο το παιδί μπορεί να παίξει ελεύθερα και αυθόρμητα, χωρίς να επιβάλλουν τις δικές τους επιθυμίες και ανάγκες αλλά ενθαρρύνοντας τον αυθορμητισμό και την πρωτοβουλία του παιδιού.

Συμπεραίνουμε ότι, η παρουσία παιχνιδιού στα παιδιά θεωρείται ένδειξη ψυχικής υγείας και η απουσία του μπορεί να αποτελέσει ένδειξη κάποιας ψυχικής δυσλειτουργίας τόσο σε προσωπικό όσο και σε διαπροσωπικό επίπεδο. Στην περίπτωση λοιπόν που οι γονείς παρατηρήσουν κάποια δυσκολία ή ακόμη και απουσία του παιχνιδιού, η γνώμη ενός ειδικού μπορεί να φανεί εξαιρετικά χρήσιμη.

ΜΗΤΡΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ – ΚΛΙΝΙΚΟΣ ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ
InterNus – ΚΕΝΤΡΟ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ & ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ